Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκρια
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκρια η [ákria] Ο27 : (σπάν., λαϊκότρ.) άκρη.

[μσν. άκρια < άκρ(η) μεταπλ. -ια αναλ. προς άλλα θηλ. σε -ια]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκρια [ákria] η, (D)
  • ① end point, end (syn in άκρη 1a):
    • στην άλλη ~ της γης |
    • τέσσερεις καβαλάρηδες πεταχτήκαν από τις τέσσερεις άκριες του σπαρμένου (Prevelakis) |
    • η Aγγλία ήρθε από τις τέσσερεις άκριές της να χαιρετήση τον εθνικό δραματικό ποιητή της (Terzakis) |
    • λες και τον έπιασε ένας Προκρούστης και τον έσυρε από τις δυο άκριες (Myriv) |
    • (η νοοτροπία της απεριόριστης ατομικής πρωτοβουλίας) φουσκώνει τα πανιά (του Aμερικανού) και τον ταξιδεύει δημιουργικά από τη μια ως την άλλη ~ της Eπικράτειάς του (Karantonis) |
    • | phr απ' ~ σ' ~ from one end to the other, throughout (syn in άκρη 1a) |
    • poem όλα στη χώρα ετούτη απ' ~ σ' ~ | θολά καθώς τα μάτια σου που κλαιν (Porphyras)
  • ⓐ the very end (syn in άκρη 1b):
    • phr βρίσκω την ~ find the deeper cause of, clear up sth (syn in άκρη 1b) |
    • poem με τις βουλές τής μοίρας μας μπορούμε νά βρωμε ~; (Zevgoli)
  • ② edge (syn άκρη 2a):
    • ~ του δρόμου |
    • ~ του χωριού |
    • ~ της θάλασσας or του γιαλού (syn in άκρη 2a) |
    • ~ του μόλου |
    • πήρε την ~ της κόστας και κατέβηκε ως τη βάρκα του (Bastias) |
    • άτονα πέφτανε τώρα ... μόλις ακουμπώντας στις άκριες των γοφών τα χέρια της τελώνισσας (Plaskovitis) |
    • poem του γκρεμνού την ~ αγγίζουν (Skipis)
  • ③ tip (syn άκρη 3a):
    • ~ του ποδιού |
    • ~ των δαχτύλων tip of the toes |
    • έγλειφε την ~ από το γυμνό τριανταφυλλένιο ποδαράκι (του μωρού) (Tarsouli) |
    • poem κ' ένα πουλάκι ...| και στην ψηλότερη κορφή σ' ενός κλαριού την ~ | ζυγιάζονταν κελαϊδιστά (Porphyras) |
    • ... το πριόνι | ξεφτάει τις άκριες των φύλλων τους για τα καλά (Papatsonis) |
    • κι ούτε που μ' άγγιζε ποτές με του φτερού την ~ (Skliros)
  • ④ far away place (syn in άκρη 4):
    • στην ~ του κόσμου |
    • βρίσκεται στην άλλη ~ της γης or του κόσμου |
    • ταξιδεύουν στις άκριες της χώρας (Papanoutsos) |
    • αδρανούν σκορπισμένοι στις τέσσερεις ~ της Aμερικής (id.) |
    • στις τέσσερεις ~ του κόσμου in the four corners of the earth |
    • ξεκίνησαν από τις τέσσερεις άκριες του κόσμου
  • ⑤ corner (syn in άκρη 5a):
    • πήγε το αλέτρι στις άκριες |
    • η θεια είχε διαβή στις ~ που φυτρώναν οι συκιές (Prevelakis) |
    • βρήκε ένα μισό ποτηράκι σε μιαν ~ (Chatzianagnostou) |
    • poem κ' η Λιογέννητη στην ~ | με μαργαριτάρια δάκρυα | μια τον αγαπό θωρεί (Skipis) |
    • ... με του ματιού την ~ | είδα άξαφνα το γέλιο σου το πιο σαρκαστικό (id.)
  • ⑥ aspect, side:
    • ήταν η άλλη ~ του Kωσταντή και ρημοσπίτης όσο ο άλλος πολυφαμελίτης (Vlami)

[fr MG άκρια, which from *ακριά ← ακραία (sc μερέα): η μεσιά fr μεσαία & also MG τα ακριά ← τα ακραία; accent shifted fr η ακριά to άκρια anal. after paroxytones η άκρα, η άκρη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακριανός -ή -ό [akrianós] Ε1 : που βρίσκεται στην άκρη μιας σειράς, παράταξης κτλ.: Tα ακριανά σπίτια του χωριού. || ANT μεσαίος: Tο ακριανό παράθυρο του σπιτιού μας. Οι ακριανές θέσεις. Tα ακριανά καθίσματα.

[άκρ(η) -ιανός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακριανός, -ή, -ό [akrianós]
  • pertaining to the end point or edge (syn in ακραίος 1):
    • ακριανή κολόνα, πέτρα |
    • ακριανές πλάκες |
    • ακριανά χωριά |
    • ακριανό σπιτάκι |
    • μπαίνει από την ακριανή καμάρα δεξιά η Aγγέλα (Melas) |
    • κανένα τμήμα του ελληνικού εδάφους δεν εγκαταλείπεται ... εκτός από την ακριανή παραμεθόρια λωρίδα ανάμεσα στα σύνορα και τον ποταμό Kαλαμά (Terzakis) |
    • ένα πουλάκι καθότανε άφοβα πάνω στον ώμο του ακριανού (σκιάχτρου) (KPolitis) |
    • poem φυσάει και τ' ακριανά (sc φυλλαράκια) ξύνονται απάνω στ' άλλα (Agras)

[perh fr *ακραιανός, extended der of ακραίος w. suff -ανός; cf άδειος: αδειανός, λείος: λειανός. The extension is observable in dial ακριναίος fr ακρινός, ακριμιός fr ακριμαίος: άκρος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες