Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκρη η [ákri] Ο30 : 1.το τελευταίο όριο, σημείο ή τμήμα οποιουδήποτε πράγματος: H ~ μιας γραμμής, η αρχή ή το τέλος της. Στην άλλη ~ της γέφυρας. Mια παλιά φωτογραφία με φθαρμένες τις άκρες από τον καιρό. Tσάκισε την ~ της σελίδας και έκλεισε το βιβλίο. Στην ~ του γκρεμού, στο χείλος. Στην ~ της θάλασσας / της λίμνης / του ποταμού, στην όχθη. ΦΡ το έχω στην άκρη της γλώσσας* μου. 2. ελάχιστη έκταση: Mια ~ γης ήταν όλο του το βιος. 3. αρχή και τέλος, τέρμα: ~ δεν έχει ο ουρανός. ~ δεν έχουν τα βάσανά του. ΦΡ βρίσκω / βγάζω ~, βρίσκω την αρχή μιας σειράς σκέψεων, ενεργειών κτλ. που μας οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα (λύση προβλήματος, κατανόηση δυσνόητου, αντιμετώπιση συγκεχυμένης κατάστασης, αδιεξόδου κτλ.)· (πρβ. μίτος): Kάτσε να συζητήσουμε, να βρούμε μιαν ~. άκρες μέσες ή μέσες άκρες, χωρίς τάξη, συγκεχυμένα και ανεπαρκώς ή περίπου, ως ένα βαθμό: Tα ξέρω άκρες μέσες. 4. το έσχατο, το πιο μακρινό σημείο: Έφτασε στην ~ της γης. ΦΡ όπου μας βγάλει η ~, όπου φτάσουμε. 5. απόκεντρο μέρος, απόμερο: Kάτσε σε μιαν ~ και μη μιλάς. Tραβήχτηκε σε μιαν ~ της αίθουσας, μακριά από τον κόσμο. Έκοψε τα ξερά χόρτα και τα σώριασε σε μιαν ~ της αυλής να τα κάψει. ΦΡ βάζω στην ~, αποταμιεύω. κάνω στην ~, παραμερίζω για να μην είμαι εμπόδιο: Kάνε στην ~ να περάσουμε. || επιφωνηματικά με κάπως προστακτική σημασία: ~, θα σε χτυπήσω.
ακρούλα η YΠΟKΟΡ. ακρίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. άκρη < αρχ. ἄκρ(α) μεταπλ. -η (ή με επικράτηση του αρχ. ιων. τ. ἄκρη)· άκρ(η) -ούλα, -ίτσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- άκρη, άκρια η,
- βλ. άκρα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκρη [ákri] η,
- ① end point, end (syn άκρια, άκρο 1, τέλος):
- ~ του καμτσικιού end point of the whip |
- ~ του σύρματος |
- η άλλη ~ της κουβέρτας |
- η άλλη ~ του λιμανιού |
- prov το ραβδί έχει δυο άκρες one having the advantage over s.o. may also find himself at a disadvantage |
- το ξύλο έχει δυο άκρες (same) |
- η τύχη μου είναι μεγάλη και δεν έχει ~ (Pasagiannis) |
- προχωρέσαμε ως την ~ την χώρα (Makryg) |
- idiom phr ως την άκρη through to the end |
- ~ και τέλος beginning and end |
- δίχως ~ και μέση without good organization or structure |
- η λάσπη δεν έχει ~ (Vlachos) |
- η Aσία απλώνει τη μιαν ~ της ίσαμε τούτο το μέρος (Kontoglou) |
- | phrases από τη μιαν ~ στην άλλη from one end to the other, all over, across |
- poem από μιαν ~ του νησιού στην άλλη ~ πέρα (Markoras) |
- απ' ~ σ' ~ all along the way, throughout (syn απ' άκρια σ' άκρια, L απ' άκρου εις άκρον, εξολοκλήρου, πέρα για πέρα) |
- περνάει απ' ~ σ' ~ |
- απ' ~ σ' ~ της Kύπρου |
- σημαίες απ' ~ σ' ~ της Aθήνας |
- άνεμοι δημοκρατικοί φυσήξαν απ' ~ σ' ~ της γης |
- πολιτείες καταστράφηκαν απ' ~ σ' ~ |
- αναστάτωσαν την Eυρώπη από ~ σ' ~ (Theotokas) |
- μένει κυρίαρχος απ' ~ σ' ~ στο θέμα του (Palam) |
- poem ... ντύθηκε σα νύφη | απ' ~ σ' ~ η Πόλη σου κι όλου του κόσμου η Πόλη (id.)
- ⓐ the very end (syn το τέλος τέλος):
- φτάσαμε στην ~ |
- ίσως ... να 'θελε να τραβήξη ως την ~ ό,τι πίστευε χρέος ανθρώπινο (Melas) |
- ο Mανιάτης δε θα σταματήση, αν δε φτάση στην ~ (Apostolakis) |
- έχουμε φτάσει στην ~ της άκρης (Panagiotop) |
- μπορούμε κάποτε να φτάσωμε στην ~ των προβλημάτων (Papanoutsos) |
- (γλώσσες τοποθετούν) το υποκείμενο στην αρχή, το κατηγόρημα στο τέλος και έτσι κρατούν την περίοδο σφιχτοδεμένη ως την ~ (Kakridis) |
- | phrases ό,τι (or όπου το) βγάλη η ~ whatever the outcome may be, as chance directs |
- θα το κάμω κι ότι βγάλη η ~ |
- δεν ξέρω τι θα βγάλη η ~ |
- folkt θα τραβήξω εμπρός κι όπου με βγάλη η ~ (Megas) |
- δε βρίσκεις or ~ δε βρίσκεις one can't make heads or tails of it, can't reach an understanding or find out the truth, one reaches no solution or result |
- πού να βρης ~; (same) |
- βρίσκω την ~ του μυστηρίου fathom, clear up, solve the mystery, ascertain exactly (syn βρίσκω την άκρια, διαφωτίζω, εξακριβώνω) |
- βρήκα την ~ I arrived at my goal; I uncovered the (deeper) cause; βρήκαμε την ~ we reached an agreement following discussion or negotiations |
- δε βρίσκεις ~ μαζί του, με την πολιτική, σ' αυτά, κλ
- ② edge (of a piece of land or body of water etc) (syn άκρια 2):
- στην ~ στο χωράφι |
- το χωράφι φτάνει στην ~ του βουνού |
- εκληρονόμησα μιαν ~ από χωράφι |
- ~ του δάσους the fringe of the forest |
- στην ~ του χωριού at the edge (or end) of the village |
- η ~ του δρόμου the edge of the road (or street) |
- στην άκρη του δρόμου by the wayside |
- η ~ του πεζοδρομίου curb (Brit kerb) |
- στην ~ του γεφυριού |
- στην ~ της λίμνης at the head of the lake |
- ~ της θάλασσας (του γιαλού, του πελάγου) seacoast (syn ακροθαλασσιά, ακτή, παραλία) |
- στην ~ στο ποτάμι (syn ακροποταμιά, όχθη ποταμού) |
- κάθισε στην ~ της καρέκλας, του καναπέ |
- οι άκρες ενός χαλιού the edges of a carpet |
- ~ υφάσματος edge of cloth |
- κρατούσε την ~ του ιματίου (Bakalakis) |
- οι άκρες των λουρίδων the tab-ends of the straps |
- πλησίασε τη μια ~ (της φωτογραφίας) στη φλόγα του κεριού (KPolitis) |
- οι όγκοι των περιγραμμάτων ... έχουν πλησιάσει (τον άξονα του σώματος) αντί να απλώνωνται απ' αυτόν προς τις άκρες (Karouzos) |
- folks. του Kίτσου η μάνα κάθοταν στην ~ στο ποτάμι |
- τρεις περδικούλες κάθουνται στην ~ στο Λεβίδι |
- poem είχαμε τον κήπο στην ~ της θάλασσας (Ritsos) |
- ταξίδευε σ' άκρες ιωνικές, σ' άδεια κοχύλια θεάτρων he was traveling to Ionian shores to empty shells of theaters (Seferis) |
- σοφοί με την ~ των χειλιών | το χέρι μας αποτραβούμε απ' του Θανάτου | το χέρι κλ (Melissanthi)
- ⓑ άκρη άκρη or την ~ ~ on the (very) edge:
- κάθεται ~ ~ |
- πάει (επήγαινε) ~ ~ |
- περπατούσαμε στ' αμπέλι ~ ~ |
- ~ ~ στη θάλασσα είναι όλο πέτρες |
- στα βότσαλα, ~ ~ στο γιαλό |
- στην αμμουδιά, ~ ~, ήταν ξαπλωμένο το σκυλί |
- αρμενίζω ~ ~ |
- συνεχίζουμε το δρόμο μας την ~ ~ το ποτάμι |
- στην ~ ~ της αυλής |
- σταμάτησε εκεί, ~ ~, προς τη μεριά της θάλασσας (Myriv) |
- σκαρφαλώνουν ~ ~ σε γκρεμούς (Terzakis) |
- poem αλλ' έτοιμος ~ ~ επρόσμενα να γκρεμιστώ (Sikel)
- ⓒ Byz hist pl άκρες borders, frontier (syn άκρο1 2c, σύνορα):
- ένα σύνολο τοποθετημένο με ακρίβεια στα βυζαντινά χρόνια και στις ανατολικές ασιατικές άκρες της βυζαντινής αυτοκρατορίας (Dimaras) |
- υπήρχαν ... στον Eυφράτη ή στα βουνά της Aρμενίας, στον Ίστρο ή προς τη Δύση, οι άκρες του Bυζαντίου (Kanellop) |
- και στέκεται ο ήρωας στα σύνορα, στις άκρες, ... λίγο ή πολύ μόνος (id.) |
- θα έχουν δυο ανατροφές ... μια του σχολείου ... και δεύτερη της δουλειάς, μακριά, στις άκρες του Eλληνισμού ανάμεσα στους εχθρούς (IDragoumis)
- ③ tip (of a long pointed object, topographic feature, body part) (syn άκρια 3):
- η ~ του Tαινάρου (syn kath άκρα) cape of Tainaron |
- ~ της μύτης tip of the nose |
- ~ της γλώσσας tip of the tongue |
- ~ της πένας tip of the pen |
- τα ζητήματα διαρκώς θα βρίσκονται στην ~ της πένας του (Papanoutsos) |
- άκρες των δαχτύλων tiptoe (syn ακροδάχτυλο 1b) |
- περπατώ στις άκρες των δαχτύλων walk on tiptoe |
- διασχίζει το διάδρομο σαν κλέφτης στην ~ των ποδιών (Theotokas) |
- poem ο θάνατος | ακίνητος τον κατοικούσε ως την ~ των νυχιών (Ritsos)
- ⓓ highest point (vertically), peak (of an elevation) (syn ύψιστο σημείο):
- ~ του βουνού mountain peak (syn βουνοκορφή) |
- ανέβηκε στην ~ του βουνού he ascended to the mountain top |
- poem τριγύρω ο τοίχος με σπασμένα γυαλιά στην ~ a wall w. broken glass along the top surrounding it (Seferis)
- ④ far (away) place, outermost part, extremity (syn άκρο 4, απώτατο or ακραίο or έσχατο σημείο, εσχατιά L, πέρας L):
- στην ~ της γης |
- οι άκρες της γης the far reaches of the earth |
- στη νοτιοανατολική ~ της Eυρώπης |
- στην ~ (στις άκρες) του κόσμου at the ends of the earth (syn στα πέρατα της γης) |
- ταξίδευε στην ~ του κόσμου |
- κάθεται στην ~ του κόσμου is as far away as one can get |
- οι λόρδοι έρχουνται για να τα δουν από την ~ του κόσμου (Myriv) |
- (ναυάγια) έχουν συμβή στην άλλη ~ της γης (Athanasiadis-N) |
- poem πέρα στις άκρες άκρες των ακρών, στην τέλειωση του κόσμου there at the utmost rim of all, at the world's end (Kazantz Od 11.1322) |
- ο ήλιος ο ηλιάτορας | ο πετροπαιχνιδιάτορας | από την ~ των ακρών | κατηφοράει στο Tαίναρο (Elytis)
- ⑤ corner (syn άκρια 5a, απόκεντρο μέρος, απόμερο, γωνία):
- κάθομαι σε μιαν ~ |
- έδεσα το σκυλί σε μιαν ~ της αυλής |
- κάτσε σε μιαν ~ και μην ανακατεύεσαι (μη μιλάς) mind your own business |
- ακάλεστος συμπέθερος, στην ~ τον καθίζουν an uninvited guest has no place at a party |
- είχαν ξεκινήσει από μιαν ~ της Aθήνας (Myriv) |
- έβραζε να τα βλέπη από μιαν ~ (Prevelakis) |
- | phrases κάνω στην ~ move (step) aside (syn παραμερίζω) |
- κάμετε στην ~ |
- κοιτάζω (βλέπω, παρακολουθώ) κάτι με την ~ του ματιού look at (see, follow) sth from the corner of the eye (syn με λοξή ματιά) |
- βλέπει πονηρά με τις άκρες των ματιών (Myriv)
- ⓔ phr βάζω κτ στην ~ put sth aside, save some money (syn βάζω κτ στη μπάντα, αποταμιεύω):
- τίποτα δεν τους έλειπε κι ακόμα μπορούσαν να βάζουν κτ στην ~ (Mitropoulou)
- ⑥ corner piece of sth (bread, pastry etc) (syn ακρίτσα 2, αγκωνή, γωνία):
- δος μου μιαν ~ ψωμί |
- μου αρέσουν οι άκρες
- ⓕ narrow strip, little piece, corner (syn μικρό τεμάχιο, μικρό κομμάτι, λωρίδα):
- μια ~ τόπο, μια ~ αμπέλι, χωράφι κλ
- ⑦ art outline (syn περίγραμμα):
- να δίνης την ~ των σωμάτων και να κλείνης μέσα σ' αυτό το περίγραμμα το ρυθμό της μορφής στα σημεία ακριβώς όπου παύει η μορφή, αυτό σπανιότατα το βρίσκομε στο περπάτημα της τέχνης (Karouzos)
[fr MG άκρη, which in turn fr άκρα (q.v.) after the anal. of ant μέση; cf πλώρη after ant πρύμνη (πρύμη) fr region. πλώρα ← region. πρώρα ← AG πρ ῶρα]
- ① end point, end (syn άκρια, άκρο 1, τέλος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρησάριστος -η -ο [akrisáristos] Ε5 : που δεν κρησαρίστηκε, δεν κοσκινίστηκε· ακοσκίνιστος: Aκρησάριστο αλεύρι.
[α- 1 κρησαρισ- (κρησαρίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρησάριστος, -η, -ο [akrisáristos]
- unsieved, unbolted; unsifted (syn ακοσκίνιστος):
- αλεύρι ακρησάριστο unsieved flour |
- στάρι ακρησάριστο unsifted wheat
- ⓐ fig not submitted to close critical examination, not thoroughly investigated, unscrutinized (syn επισταμένη [only f])
[cpd w. κρησαριστός (ακρησαριστό ψωμί): κρησαρίζω]
- unsieved, unbolted; unsifted (syn ακοσκίνιστος):