Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακράτος, επίθ.
-
- 1) Aμιγής, ανόθευτος, καθαρός:
- (Ch. pop. 554).
- 2) (Προκ. για ανθρώπινη αρετή) γνήσιος, πραγματικός:
- παλληκάρι ακράτον είσαι (Φορτουν. Δ´ 190).
[<αρχ. επίθ. άκρατος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aμιγής, ανόθευτος, καθαρός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκρατος -η -ο [ákratos] Ε5 : (λόγ.) που χαρακτηρίζεται από απουσία ξένων στοιχείων που θα μπορούσαν να τον μετριάσουν ή να περιορίσουν την έντασή του· ασυγκράτητος: ~ εγωισμός / ενθουσιασμός / θυμός. || ακραιφνής: ~ ιδεαλισμός.
[λόγ. < αρχ. ἄκρατος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκρατος, -η, -ο [ákratos] (L)
- ① unmixed, unadulterated, pure (syn αγνός, ακράτος, L αμιγής, ανακάτωτος [also ανέρωτος], ανόθευτος, γνήσιος, καθαρός, ant ανακατωμένος [also νερωμένος], νοθεμένος):
- άκρατο κρασί (syn ανέρωτο κρασί) |
- τ' άκρατο κρασάκι (Psichari) |
- άκρατο γάλα (Delmouzos) |
- poem κρασί είν' η άγνοια άκρατο (Schinas)
- ② fig true, pure, genuine (syn αληθινός, γνήσιος, πραγματικός, χωρίς αλλότρια στοιχεία ή αλλότριες επιδράσεις):
- άκρατη ελευθερία |
- ~ βεντετισμός |
- ένα είδος άκρατου λυρισμού |
- ~ κοινοβουλευτισμός, εθνικισμός, πατριωτισμός, φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός, κομμουνισμός |
- ~ επιστημονισμός, ιδεαλισμός, κοινωνισμός, πολιτικός μηδενισμός, ορθολογισμός, ρεαλισμός, σκεπτικισμός, συντηρητισμός, σχετικισμός, υλισμός (ματεριαλισμός), άκρατη υλοκρατία, ~ υποκειμενισμός (υποκειμενικός αισθηματισμός) |
- ~ δημοτικισμός, άκρατη δημοτική, άκρατη καθαρεύουσα |
- ~ βερμπαλισμός |
- άκρατα λαϊκά στοιχεία |
- ~ ο ήλιος, δηλαδή έκθεση του γυμνού σώματος στις άμεσες του ηλίου ακτίνες, είναι φάρμακο (Katsigra) |
- φυσιολάτρης και ανθρωπολάτρης ~ (Palam) |
- δεν αποφεύγει κανένα λαϊκισμό από τους πιο άκρατους (id.) |
- άκρατη χαρά στην απόλαυση μιας μορφής (Papanoutsos) |
- δε συμμερίζομαι την άκρατη αισιοδοξία των επιστημόνων (Panagiotop) |
- (δεν ακολουθούμε) το παράδειγμα των παλιότερων άκρατων καθαρευουσιάνων που όλα τα ξενικά ονόματα ... τα εξελλήνιζαν (Kriaras) |
- (Γερμανοί) φιλέλληνες όσοι ήρθαν στον Aγώνα |
- ποτισμένοι από τον πλέον άκρατο, τον πλέον μεθυστικό ρομαντικό νεοκλασικισμό (Dimaras) |
- μονοκόμματος, ~ από αισθησιακά και παθητικά στοιχεία ... παρουσιάζεται ο ψυχικός του κόσμος (Tsatsos) |
- έχει απλωθή ... η άκρατη συγγνώμη προς ό,τι εγκόσμιο και μόρσιμο (id.) |
- ~ και καθαρός ελληνισμός δεν υπάρχει (Papatsonis) |
- περίμενα με πόθο, που μόνο με τον άκρατο ερωτικό πόθο μπορεί να συγκριθή (id.) |
- η καθαρή, η άκρατη μητροκρατία ήταν μάλλον μια εξαίρεση παρά κανόνας (Fteris) |
- poem γέλασε τότε με άκρατη απονιά το αψόθυμο λαρύγγι (Kazantz Od 3.1175) |
- έτσι απ' την άκρατη λαμπρή φωνήν ό,τι διαβαίνει | διαβαίνει δίχως σκιά (Sikel) |
- ω επιθυμία της ζωής άκρατη | κ' έξοχη τυράννια! (Karelli)
[fr K, PatrG ← AG ἄκρατος]
- ① unmixed, unadulterated, pure (syn αγνός, ακράτος, L αμιγής, ανακάτωτος [also ανέρωτος], ανόθευτος, γνήσιος, καθαρός, ant ανακατωμένος [also νερωμένος], νοθεμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακράτος, -η, -ο [akrátos] (D)
- ① unmixed, unadulterated (w. other ingredients such as water), pure (syn in άκρατος 1):
- κρασί ακράτο (syn ανέρωτο κρασί) |
- το πίνει ακράτο |
- ακράτο το σαντορινιό κρασί χτυπάει στο κεφάλι |
- λάδι ακράτο |
- ~ μόσκος |
- ακράτο ασήμι, ακράτο μάλαμα (χρυσάφι) |
- ~ ασβέστης calcinated lime |
- η κάθε πλάκα (της αυλής) χρισμένη το περιγύρι της με ακράτον ασβέστη (Myriv) |
- η θάλασσα ... είναι παστρικιά, ακράτη! (id.) |
- η αμμουδιά τής Bίγλας με τα νερά, ακράτα σαν αγιασμός (id.) |
- ένας χαρμόσυνος σαματάς ανέβαινε αποκάτω, χυνόταν μέσα από το παράθυρο μαζί με τον ακράτο πρωινόν αέρα (id.) |
- poem κι ανέβη, φούντωσε στον ουρανό το μέγα ακράτο ρόδο until the sun's red rose climbed up the sky and bloomed (Kazantz Od 13.402) |
- ... μέσα στο ακράτο σου αίμα | βρήκα την άγγιχτη χαρά (Vlastos) |
- ήπια αποπάνω το κρασί | το ακράτο, το χιλιόχρονο (Sikel) |
- κέρνα κρασάκι ακράτο (Stavrou Ar)
- ② fig genuine, true, real (syn in άκρατος 2):
- φίλος ~, φιλία ακράτη |
- poem ... στο νου του ξάφνου εχύθη | ακράτη αγάπη για τον άρπαγο που του μιλούσε κύρη (Kazantz Od 1.342) |
- κι αρχίζει ακράτο θρήνο να κινάη, πέρφανο μοιρολόι (ib 19.827) |
- ... δεν πρόφτασε με τον πολύν αγώνα | να γίνη πνέμα ακράτο ... have not found time in its great fight to turn from flesh and bone into pure spirit (ib 23.32) |
- των φτερών τη λαχτάρα την ακράτη | στα ξένα πρωτογνώρισα, στη Pώμη (Sikel) |
- και μες στο ακράτο κράμα | η πείνα μου έσκουζε (id.) |
- και γύρα οι πιστικοί δυνάμωναν | το γαίμα τους με ακράτα γέλια (id.)
[fr MG ακράτος ← K, PatrG, AG ἄκρατος; the shifted accent anal. after adjs in -άτος such as μονάτος, also γεμάτος]
- ① unmixed, unadulterated (w. other ingredients such as water), pure (syn in άκρατος 1):