Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκουσμα το [ákuzma] Ο49 : α.το αποτέλεσμα του ακούω, ό,τι ακούει κανείς: Στο ~ του πυροβολισμού πετάχτηκαν όλοι απάνω. Kαι τ΄ ~ μόνο του ονόματός του προκαλούσε φόβο. β. ό,τι πληροφορείται κανείς προφορικά ή από διαδόσεις, φήμες· προφορική αναγγελία, είδηση: Mε το φοβερό ~ του σκοτωμού του ξέσπασαν σε λυγμούς.
[αρχ. ἄκουσμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- άκουσμα το· άκουσμαν.
-
- 1) Διήγηση, αφήγηση:
- αγάπης άκουσμα (Λίβ. Sc. 1436).
- 2) Όνομα:
- άκουσεν ο Λάβαν το άκουσμα του Iακώβ (Πεντ. Γέν. XXIX 13).
- 3) «Όνομα», καλή ή κακή φήμη:
- ήτον πολλά ευεργετικός, άκουσμα μέγαν είχεν (Iμπ. 24).
[αρχ. ουσ. άκουσμα. H λ. και σήμ.]
- 1) Διήγηση, αφήγηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκουσμα [ákuzma] το,
- ① (the act of) hearing:
- ~ μιας λέξης, ενός ονόματος |
- ~ της πληροφορίας |
- ~ μιας ανακοινώσεως |
- έχυσε δάκρυα στο ~ του πεθαμού του |
- ~ των ρυθμών |
- στ' ~ της φωνής κατάλαβε ποιος ήταν |
- τη γλώσσα τη μαθαίνουμε εμπειρικά βιώνοντάς την με το ~ (Kouloufakos) |
- κατάπληξη είχαν δείξει ... οι πατέρες τους στο ~ των παλαμικών ποιημάτων (Theotokas) |
- το ~ του ήχου μιας λέξης |
- ευδαιμονία μάς δίνει η θέα, το ~, η νόηση του ωραίου (Tsatsos) |
- στο ~ μιας φούγκας του Bach (Papanoutsos) |
- poem στου δυνατού έρωτος το ~ τρέμε και συγκινήσου | σαν αισθητής (Kavafis) on hearing of powerful love, tremble and be moved | like an aesthete
- ② what was heard, sound, utterance (near-syn ακρόαμα):
- το ~ και το θέαμα or το θέαμα και το ~ |
- ακούσματα και οράματα |
- λαϊκά ακούσματα |
- ακούσματα ψαλμωδίας |
- (ιδρώτας) τον περίχυσε στο ~ τούτο |
- και βλέπει οράματα, ακούει ακούσματα άρρητα (Tatakis) |
- (η παλιά δόξα του λόγου) ως σταθερό ~ και μυθικό ενόραμα του συνοδεύει (sc του λαού) την ψυχή (Theodorakop) |
- poem όραμα ήταν κι ~ ήταν χωρίς ταίρι (Palam)
- ③ news (by ear), report, rumor (syn αναγγελία, είδηση, νέο, φήμη):
- ξαφνικό ~ |
- πήρε χαρά με τούτο το ~ |
- στο φοβερό ~ οι γυναίκες άφησαν ένα πνιχτό επιφώνημα |
- βγαίνει αυτό το ~ και μου κλει το στόμα (Polylas) |
- το ~ πως ο Θεός πάντα ήτανε ... μας απέλπιζε (Palam) |
- (η Γοργόνα) στο πικρό ~ βουλιάζει τα πλεούμενα (Karkavitsas) |
- α, τάχα να μην ήταν αληθινό τέτοιο ~ (Vlachogiannis) |
- δε συγκινούσε τους Aθηναίους το ~ ότι κλ (Roufos) |
- folks. ~ βγήκε στα χωριά πως πλάκωσε η αρβανιτιά |
- poem για τ' ~ της Nίκης οπού φτάνει | κι αχολογά η φωνή της στα πλευρά σου (Sikelianos)
- ④ region. reputation, usually bad, bad name (syn κακή φήμη):
- είχε βγη ~ σ' όλα τα γειτονοχώρια τ' όνομα του Mητσέλου (Karkavitsas)
- ⓐ person of ill fame:
- έγινε (or θα βγη) ~ στον κόσμο
[fr MG άκουσμα ← PatrG, K ← AG]
- ① (the act of) hearing: