Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκοσμα [ákozma] adv
- improperly, indecorously, unbecomingly:
- το πλούσιο επίθετο του δημοτικού τραγουδιού μεταμορφώθηκε στα κείμενα πολλών ποιητών μας ... στην αρμαθιά των πληθωρικών πολυσύνθετων, των ~ και κακόζηλα σχηματισμένων, που τον έκαναν το στίχο πηχτό, σερνάμενο, φουσκωμένο ... και καταγέλαστο κάποτες (Panagiotop)
[der of άκοσμος; cf L ακόσμως]
- improperly, indecorously, unbecomingly:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακοσμαντάμωτος, -η, -ο [akozmandámotos] region. (W. Maced.) & lit (Kazantz Od)
- avoiding social contacts, unsociable (syn ακοινώνητος 1, ant κοινωνικός):
- είναι ~ άνθρωπος
[cpd w. κοσμανταμώνω; cf κοσμανταμωμένος]
- avoiding social contacts, unsociable (syn ακοινώνητος 1, ant κοινωνικός):