Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκοπος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκοπος 1 -η -ο [ákopos] Ε5 : που δεν προκαλεί κόπο ή που δεν απαιτεί πολύ κόπο για να γίνει· ξεκούραστος2. ANT κοπιαστικός: Bρήκε μια άκοπη δουλειά. Έζησε μια άκοπη ζωή, άνετη, εύκολη. Άκοπα κέρδη, εύκολα. άκοπα ΕΠIΡΡ: Kάνει γρήγορα και ~ τη δουλειά του. Θέλει να πλουτίσει ~.

[αρχ. ἄκοπος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκοπος 2 -η -ο : που δεν τον έχουν κόψει ή που δεν έχει κοπεί· άκοφτος. ANT κομμένος: Tα φύλλα του βιβλίου είναι άκοπα. Tο βιβλίο είναι ακόμη άκοπο.

[αρχ. ἄκοπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκοπος1, -η, -ο [ákopos]
  • ① uncut (syn άκοφτος, ακομμάτιαστος, ant κομμένος, κομματιασμένος):
    • άκοπο πανί, χαρτί |
    • άκοπα νύχια |
    • ~ καπνός |
    • άκοπο πιπέρι whole pepper |
    • ~ καφές unground coffee (syn ανάλεστος) |
    • άκοπα μαλλιά unshorn, unclipped, uncut hair (syn ακούρευτα) |
    • άκοπα γένια |
    • άκοπο βιβλίο uncut book, i.e. book w. uncut pages |
    • bindery άκοπo φύλλο (βιβλίου) dog's ear |
    • άκοπο διαμάντι uncut diamond (syn in αδούλευτος 2)
  • ⓐ act not cutting, blunt, dull (syn L αμβλύς):
    • άκοπο μαχαίρι
  • ② region. unmixed w. water, straight, of alcoholic beverages (syn άκρατος L, ανέρωτος):
    • πίνει άκοπο το ούζο
  • ③ uninterrupted, constant (syn in αδιάκοπος):
    • poem ... κάθε μέρα |
    • εκίναε σ' άκοπη δουλειά προτού λαλήσουν τα πουλιά (Markoras) |
    • και να ξυπνήση απάνωθέ τους |
    • της σκληρής χαράς του |
    • η άκοπη βροντή (Sikel)

[fr K ἂκοπος ←AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκοπος2, -η, -ο [ákopos]
  • not causing tiredness, untiring, effortless, easy (syn in ακοπίαστος 3):
    • άκοπη δουλειά effortless work (job) |
    • άκοπη ζωή an easy life (syn ακόπιαστη ζωή) |
    • άκοπο κέρδος |
    • η πιο άκοπη λύση |
    • (οι σουλτάνοι αντίκρυσαν τις κοινότητες σαν ένα όργανο) για την απερίσπαστη και ακοπότερη διοίκηση των εκατομμυρίων ραγιάδων (Vacalop) |
    • μπορεί η καλλιτεχνική δημιουργία να είναι μαζί αποκαλυπτική κι άκοπη κ' εύκολη (Thrylos)

[fr MG *άκοπος (cf MG adv άκοπα), cpd w. κόπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες