Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκομψα [ákompsa] adv
- awkwardly, dowdily, ungracefully, inelegantly (syn άγαρμπα, χωρίς γούστο or κομψότητα, ant κομψά):
- γράφω ~ write inelegantly |
- ο Mελέτης χαιρετούσε τότες ~, με μεγάλη απάθεια και δεν μιλούσε (Myriv) |
- (η κυβέρνηση) απολύθηκε, όπως κ' είχε διοριστή, ~· έφυγε κάπως άγαρμπα, αλλά ικανοποιητικά (Christidis)
[der of άκομψος]
- awkwardly, dowdily, ungracefully, inelegantly (syn άγαρμπα, χωρίς γούστο or κομψότητα, ant κομψά):