Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άκλιτος, επίθ.
-
- Άκαμπτος, αμετάπειστος, ανένδοτος:
- σον τράχηλον άκλιτον κλίνε προς έρωτάν της (Λίβ. (Lamb.) N 547).
- Tο ουδ. ως ουσ. = το αμετακίνητο, το αμετάκλητο, η σταθερότητα:
- το άκλιτον της γνώμης (Λίβ. Sc. 2039).
[μτγν. επίθ. άκλιτος. H λ. και σήμ.]
- Άκαμπτος, αμετάπειστος, ανένδοτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκλιτος -η -ο [áklitos] Ε5 : α.(γραμμ.) για μέρος του λόγου που δεν κλίνεται. ANT κλιτός: Tα επιρρήματα, οι προθέσεις, οι σύνδεσμοι, τα μόρια και τα επιφωνήματα είναι άκλιτα. || που έχει ένα μόνο τύπο για όλες τις πτώσεις ή και για όλα τα γένη: Άκλιτα ουσιαστικά / επίθετα / αριθμητικά. β. (γλωσσ.) για γλώσσα που δεν έχει κλιτικό σύστημα.
[λόγ. < ελνστ. ἄκλιτος (στη σημ. α)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκλιτος, -η, -ο [áklitos] ling, gramm
- lacking inflexions, uninflected, indeclinable:
- τα άκλιτα μέρη του λόγου |
- άκλιτη λέξη uninflected or indeclinable word |
- άκλιτες γλώσσες uniflected languages
[fr MG, K ἄκλιτος (Dion. Thrax)]
- lacking inflexions, uninflected, indeclinable: