Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άκληρος, επίθ.· άκλερος.
-
- Που αποκλείεται από την κληρονομική μερίδα που του ανήκει:
- Περί αποκλήρων παιδίων, οπού τα κάμνουν οι γονείς τους άκληρα (Bακτ. αρχιερ. 135).
[αρχ. επίθ. άκληρος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Που αποκλείεται από την κληρονομική μερίδα που του ανήκει:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκληρος 1 -η -ο [ákliros] Ε5 : που δεν έχει απογόνους ή στενούς συγγενείς για να τον κληρονομήσουν. || άτεκνος: Δεν παντρεύτηκε και έμεινε ~. Ένα άκληρο ζευγάρι.
[α- 1 κλήρ(α) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκληρος 2 -η -ο : (παρωχ.) που δεν έχει περιουσία, που είναι φτωχός και κακομοίρης.
[αρχ. ἄκληρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκληρος, -η, -ο [ákliros]
- ① heirless (syn χωρίς κληρονόμους, ακληρονόμητος):
- πέθανε ~ |
- ~ δανειστής
- ② synecd having no children, without issue, childless (syn άτεκνος):
- παντρεύτηκε, για να κάμη παιδιά να μην πεθάνη ~ |
- είστε ~, ολομόναχος στον κόσμο (Melas) |
- folks. δώδεκα χρόνους άκληρη, δεν έκανα μουσκάρι (DPetrop) |
- poem ο θείος Σοφός πεθαίνει, ~ πάει (Palam) |
- βουβοί το θρήνο θρηνωδούν του ακλήρου (Gryparis)
- ③ fig unfortunate, destitute (syn άμοιρος, δυστυχισμένος, κακόμοιρος):
- ~ κι άμοιρος |
- τον εκατάντησεν έρμον κι άκληρον (Polylas) |
- poem έρμο κι άκληρο σπίτι αντιθωρούνε (Markoras) |
- μέσ' τα καλύβια τα φτωχά, μέσ' τ' άκληρα παλάτια (id.)
[fr MG άκληρος ← K, AG]
- ① heirless (syn χωρίς κληρονόμους, ακληρονόμητος):