Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκλαυτος -η -ο [áklaftos] Ε5 : για νεκρό που δεν τον έκλαψαν, που δεν τον μοιρολόγησαν όταν πέθανε: Πέθανε / πήγε ~ ο κακομοίρης.
[αρχ. ἄκλαυτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκλαυτος, -η, -ο [áklaftos]
- ① pass unwept, unlamented, unmourned (syn αθρήνητος, αμοιρολόγητος):
- τον έθαψαν άκλαυτον και ασαβάνωτον |
- πέθανε ~ he died unlamented, unmourned |
- γιατί τ' αφήσατε (το παλληκάρι) άκλαυτο; (Peranthis) |
- poem κ' έτσι μ' όλο σου το ασήμι |
- μνέσκεις άκλαυτο ψοφίμι (Solom) |
- κι ο άνθρωπος - "εν ημίν" εσταυρωμένος - |
- ~, ατραγούδιστος, βουβός |
- θωρεί να φεύγουν οι στιγμές, οι αιώνες (Koutsocheras)
- ⓐ act not causing lamentation, of happenings and situations:
- ούτε γάμος ~ ούτε λείψανο (or ξόδι) αγέλαστο joy is marred by adversity and grief is sprinkled w. joyous incident
- ② act unweeping, without crying, without tears:
- δεν έμεινε άνθρωπος ~ στην κηδεία |
- η Mάρω ακολουθούσε αγριεμένη, άκλαυτη, άσκημη (Vlachogiannis)
[fr AG ἄκλαυτος (bes ἄκλαυστος)]
- ① pass unwept, unlamented, unmourned (syn αθρήνητος, αμοιρολόγητος):