Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκατος η [ákatos] Ο36 : η πιο μεγάλη από τις λέμβους πολεμικού κυρίως πλοίου, μηχανοκίνητη ή κωπήλατη παλαιότερα.
ακάτιο το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ἄκατος ὁ, ἡ `μικρό πλεούμενο, πλοίο΄· λόγ. < αρχ. ἀκάτιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκατος [ákatos] η, naut (L)
- long (oar- and sail-) boat (syn μεγάλη βάρκα or σκαμπαβία):
- ~ διασώσεως αεροναυαγών crash boat |
- ~ υγειονομείου sanitary boat |
- ιστιοφόρο υπέστη νηοψία από άκατο των ιταλικών τελωνείων |
- πολυτελής η ~ που περνά τον Aχέροντα, χρυσή η λέμβος, μαλαματένια τα κουπιά· φτάνει να καταθέτης πορθμεία ανάλογα με την επιτάφια χλιδή (Palaiologos)
[fr AG ἄκατος 'light vessel, boat']
- long (oar- and sail-) boat (syn μεγάλη βάρκα or σκαμπαβία):