Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκαρπος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άκαρπος, επίθ.
  • Άκαρπος·
    • (μεταφ.) στείρος:
      • (Θυσ. 667).

[αρχ. επίθ. άκαρπος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκαρπος -η -ο [ákarpos] Ε5 : 1α.που δεν παράγει καρπούς· άγονος. ANT καρποφόρος1: Άκαρπη γη. Άκαρπο δέντρο. β. (λαϊκότρ.) στείρος ή άτεκνος: Άκαρπη γυναίκα. 2. (μτφ.) για ενέργεια, δραστηριότητα που δεν αποφέρει καρπούς, που δεν έχει θετικά αποτελέσματα. ANT καρποφόρος2: Οι έρευνες της αστυνομίας ήταν άκαρπες. Οι διαπραγματεύσεις / οι προσπάθειες για τη λύση του Kυπριακού προβλήματος ήταν άκαρπες. Άκαρπα έχουν αποβεί όλα τα διαβήματά μας. άκαρπα ΕΠIΡΡ.

[αρχ. ἄκαρπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκαρπος, -η, -ο [ákarpos]
  • ① not bearing fruit, barren, unproductive, of trees and the soil (syn in άγονος 1):
    • άκαρπη και χέρσα γη |
    • άκαρπο χωράφι |
    • άκαρπα δέντρα, κλήματα, άκαρπες ελιές |
    • άκαρπη μηλιά, συκιά, φοινικιά κλ |
    • άκαρπο φυτό, αγκάθι |
    • αυτό το χώμα ... το καρπερό ή το άκαρπο (Panagiotop) |
    • poem κείτεται στη γη την άκαρπη |
    • το σκυλί κι αδυναμίζει (Solom) |
    • το θυμούμαι· ο κόσμος όλος |
    • ήταν άκαρπη ερημιά (Markoras) |
    • κύμα που σώνεται κρυφό στην άκαρπη αμμουδιά (Gryparis) |
    • τ' άκαρπο χιόνι απλόχερα |
    • σπέρνει ο χιονιάς και στρώνει (Agras)
  • ② infertile, sterile, barren (syn άτεκνος, στείρος):
    • άκαρπο αντρόγυνο, άκαρπη γυναίκα |
    • poem απάντρευτη, άκαρπη κι αξήγητη και ωραία! (Palam) |
    • να τραγουδάω τις στείρες τις αγάπες |
    • και τ' άκαρπα φιλιά να κλαίω τα στείρα (Gryparis)
  • ③ w. no results, resultless, unproductive, fruitless, ineffectual, unsuccessful (syn άγονος, ακαρποφόρητος, ανώφελος, αποτυχημένος, άσκοπος, ατελεσφόρητος, μάταιος, ant αποτελεσματικός, καρποφόρος):
    • άκαρπη ενέργεια ineffectual action |
    • άκαρπη απόπειρα ineffectual attempt |
    • άκαρπη προσπάθεια ineffectual effort |
    • άκαρπη συζήτηση unproductive conversation; άκαρπες συζητήσεις fruitless discussions |
    • άκαρπη ρητορεία, επιχειρηματολογία |
    • άκαρπα λόγια, άκαρπη λογοκοπία |
    • άκαρπη έρευνα a wild-goose chase |
    • άκαρποι κόποι |
    • άκαρπη εργασία |
    • άκαρπα διαβήματα |
    • άκαρπο παζάρεμα |
    • άκαρπες διαπραγματεύσεις unsuccessful negotiations |
    • έμεινε άκαρπη η δαπάνη τόσου θησαυρού (Pallis) |
    • βαρέθηκε αυτό το άκαρπο παιχνίδι (Melas) |
    • άκαρπα ήταν και τα αποτελέσματα της ... διπλωματικής του αποστολής (Vacalop) |
    • μεσαιωνικός ~ αναχωρητισμός έξω του κόσμου (Papatsonis) |
    • μάταιοι κόποι ... περνούσαν οι μέρες άκαρπες (Giofyllis) |
    • το πρωινό απόμεινε άκαρπο για τους Iταλούς (Terzakis) |
    • poem φτωχή, αλουλούδιαστη, άκαρπη μονάχα η αργατιά (Palam)

[fr MG ← K (pap), AG ἄκαρπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες