Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκαρπα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άκαρπα, επίρρ.
  • Aνώφελα, αδικαιολόγητα:
    • άκαρπα επαιδευόσουν (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [761]).

[<επίθ. άκαρπος. H λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκαρπα [ákarpa] adv
  • unproductively, fruitlessly, barrenly, uselessly, to no purpose, in vain (syn μάταια, εις μάτην):
    • ο ελληνικός κόσμος ... έμαθε να θαυμάζη ~ το κλασικό μεγαλείο της πατρίδας του (Chourmouzios)

[fr MG άκαρπα, der of άκαρπος]

[Λεξικό Κριαρά]
ακαρπάγκουλον το.
  • Pουμπίνι:
    • (Mαχ. 8217‑8).

[<μεσν. λατ. carbanculus ή παλαιότ. ιταλ. carbonculo (DEI, λ. olo) ή γαλλ. escarbuncle (Greimas, λ. boncle)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες