Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκαρι
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκαρι το [ákari] Ο γεν. ακάρεως, πληθ. ακάρεα : (ζωολ.) ζωύφιο που ζει παρασιτικά σε ζώα και σε φυτά: Tο ~ της ψώρας, που παρασιτεί στον άνθρωπο.

[λόγ. < αρχ. ἄκαρι `μικροσκοπικό έντομο΄ σημδ. νλατ. acarus (στη νέα σημ.) < αρχ. ἄκαρι]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκαρι [ákari] το, no gen, (L) zoo
  • mite.
[Λεξικό Γεωργακά]
ακαριαία [akariéa] adv
  • instantaneously, momentarily (syn στιγμιαία, στη στιγμή):
    • κάτι πραγματοποιείται ~ |
    • οι νέες ιδέες ξαπλώνονται ~ μέσα σε μιαν ορισμένη κοινωνία |
    • (ο άνθρωπος) αναλίσκεται, φλέγεται ~ σαν πυροτέχνημα (Papanoutsos) |
    • τα εφηβικά μας χρόνια έχομε την αίσθηση ότι τα περάσαμε ~ μέσα στον ίλιγγο μιας ταχύτατης ροής (id.) |
    • άξαφνα το θαύμα είχε ~ συντελεστή |
    • ομαδικό κέφι είχε ξεσπάσει (Karantonis)

[der of ακαριαίος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαριαίο [akariéo] το,
  • instantaneousness:
    • το ~ του θανάτου του μας κατέπληξε

[substantiv. n of ακαριαίος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαριαίος -α -ο [akariéos] Ε4 : για κτ. που συντελείται, που γίνεται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα από τη στιγμή που επενεργεί το αίτιο το οποίο το προκαλεί: Δέχτηκε μια σφαίρα στην καρδιά και ο θάνατός του ήταν ~. H επίδραση του δηλητηρίου ήταν ακαριαία. H αντίδρασή του στην αιφνιδιαστική επίθεση ήταν ακαριαία, αστραπιαία. || (τεχν.): ~ πυροσωλήνας, που προκαλεί ακαριαία έκρηξη. ακαριαία & (λόγ.) ακαριαίως ΕΠIΡΡ: Tο δηλητήριο έδρασε ~. || αστραπιαία: H φωτιά διαδόθηκε ~. H είδηση μεταδόθηκε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀκαριαῖος· λόγ. < ελνστ. ἀκαριαίως]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαριαίος, -α, -ο [akariéos]
  • instantaneous, momentary (syn στιγμιαίος):
    • ο θάνατος ήρθε ~ |
    • ~ πυροσωλήνας (super)quick fuse |
    • ακαριαίο εκρηκτικό πυραγωγό σχοινί instantaneous detonating fuse |
    • μέσα ακαριαίου επηρεασμού |
    • ακαριαίο δηλητήριο poison w. instantaneous effect |
    • το ακαριαίο παρόν |
    • άμεση, ακαριαία συγκίνηση |
    • ακαριαία διάψευση |
    • όλες οι ανθρώπινες κινήσεις έχουν ακαριαίες συνέπειες (Fteris) |
    • πιστεύει στην ακαριαία μεταστροφή του ψυχικού βίου (Lambridi)

[fr AG ἀκαριαῖος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαριαίως [akariéos] adv
  • instantaneously, momentarily (syn ακαριαία, αστραπιαίως):
    • η είδηση μετεδόθη ~ |
    • η φωτιά διεδόθη ~

[fr K]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαρίαση η [akaríasi] Ο33 : (ιατρ.) παρασιτική δερματοπάθεια που οφείλεται σε άκαρι.

[λόγ. < νλατ. acariasis < acar- = άκαρ(ι) + -iasis = -ία(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαρίκωτος -η -ο [akaríkotos] Ε5 : για ρούχο που δεν το έχουν καρικώσει, που δεν είναι καρικωμένο.

[α- 1 καρικώ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες