Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκαρδος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκαρδος -η -ο [ákarδos] Ε5 : που δεν αισθάνεται συμπόνια για το συνάνθρωπό του, που είναι σκληρός και άσπλαχνος.

[μσν. άκαρδος < α- 1 καρδ(ιά) -ος (διαφ. το ελνστ. ἀκάρδιος `χωρίς καρδιά, δειλός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκαρδος, -η, -ο [ákar∂os]
  • ① heartless, without courage, cowardly, fainthearted, timid (syn άτολμος, δειλός):
    • ~ άνθρωπος (syn άτολμος άνθρωπος)
  • ⓐ region. disinclined, reluctant, hesitant (syn απρόθυμος)
  • ② heartless, soulless, hardhearted, unfeeling, callous, flinty, steely (syn αναίσθητος, απαθής L, άσπλαχνος, ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος, σκληρός):
    • ~ άνθρωπος, δε λυπάται |
    • άκαρδη γυναίκα or κοπέλα |
    • ~ πατέρας hardhearted father |
    • σκληρός, ~ εγωιστής |
    • άκαρδες αναμνήσεις |
    • άκαρδες θεωρίες |
    • στενό και άκαρδο περιβάλλον |
    • άκαρδη φύση, ύλη |
    • έχει άκαρδα μάτια she has steely eyes |
    • ανάθεμα ... στην ομορφιά, γιατ' είναι άκαρδη και δε νοιάζεται για τον πόνο του ανθρώπου (Kazantz) |
    • αντιτάσσουν τη βαρβαρότητά τους την άκαρδη σε θύματα (Papatsonis) |
    • δεν τους έσπρωχνε στο σκληρό και άκαρδο κυνήγημα του άνομου κέρδους (Kasimatis) |
    • folks. άκαρδή 'ναι η αγάπη μου και δίχως ψυχοπόνια |
    • poem ειδωλολάτρης ~ ο Kρούταγος, ο τσάρος (Palam) |
    • τίγρηδος βάλτε απονιά στην άκαρδη καρδιά σας (id.)

[fr MG ακάρδιος ← K (Theophr +), anal. influenced by cpds in -ψυχος as άψυχος, γενναιόψυχος, ολιγόψυχος, κακόψυχος, μεγαλόψυχος, στενόψυχος, σκληρόψυχος, μικρόψυχος etc, so that a new ModG set in -ος instead of -ιος was created: γενναιόκαρδος for ByzG γενν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες