Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άκαρδα, επίρρ.
-
- Mε «κρύα καρδιά», χωρίς εσωτερική ικανοποίηση:
- ο δεσπότης άκαρδα εκατέλυε τα αμπέλια της Άρτας (Xρον. Tόκκων 2569).
[<επίθ. άκαρδος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Mε «κρύα καρδιά», χωρίς εσωτερική ικανοποίηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκαρδα [ákar∂a] adv
- heartlessly, without compassion, unfeelingly, callously, cruelly (syn χωρίς καρδιά, άσπλαχνα, σκληρά, σκληρόκαρδα):
- του κλείναν ~ την πόρτα τους |
- όχι, είπε κοφτά και ~ |
- στα χείλια του τάφου βρίσκονταν, καταδικασμένοι ~ και άσπλαχνα να ψοφήσουν σαν σκυλιά (SPasagiannis)
[der of άκαρδος]
- heartlessly, without compassion, unfeelingly, callously, cruelly (syn χωρίς καρδιά, άσπλαχνα, σκληρά, σκληρόκαρδα):