Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκαπνος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
άκαπνος, επίθ.· ουδ. ακάπνιν.
  • Προκ. για μέλι που ρέει από τις κηρήθρες μόνο του, χωρίς να πιέζεται και να θερμαίνεται κατόπιν:
    • μέλιν Aττικόν άκαπνον (Iερακοσ. 39313).

[μτγν. επίθ. άκαπνος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκαπνος 1 -η -ο [ákapnos] Ε5 : I.που δε βγάζει καπνό, όταν καίγεται: Άκαπνη πυρίτιδα. II. (ειρ., μειωτ.) για κπ. που δεν πολέμησε ποτέ και, κατά συνέπεια, που δεν ξέρει τι σημαίνει πόλεμος· απόλεμος.

[λόγ. < αρχ. ἄκαπνος (στη σημ. I)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκαπνος 2 -η -ο : (οικ.) για κπ. που δεν καπνίζει ή που δεν έχει τσιγάρα να καπνίσει: Εγώ είμαι ~, μη καπνιστής. Έμεινα ~, δεν έχω τσιγάρα.

[λόγ. α- 1 καπν(ός) 2 -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκαπνος, -η, -ο [ákapnos]
  • ① not producing smoke, smokeless:
    • άκαπνα ξύλα |
    • άκαπνο σπίτι (syn ακάπνιστο σπίτι [s. ακάπνιστος 1b]) |
    • άκαπνo μπαρούτι, άκαπνη πυρίτιδα smokeless (gun)powder, blank-fire powder |
    • άκαπνο φυσίγγι |
    • άκαπνη καύση smokeless combustion |
    • poem χωρίς εσέ (sc το δέντρο) το σπίτι, το καράβι |
    • δεν θα ύπαρχε, άφωνη, άκαπνη ζωή (Malakasis) |
    • ατσάλι την καρδιά σου όμως την έπλασες |
    • στο άκαπνο εσύ των στεναγμών καμίνι (Zevgoli)
  • ② lacking tobacco or cigarettes:
    • έμεινα ~ (syn χωρίς καπνό or τσιγάρα)
  • ③ acquired without smoking the bees, of honey:
    • άκαπνο μέλι (syn ακάπνιστο μέλι [ακάπνιστος 2b])
  • ④ not having served in active warfare (syn ακάπνιστος 3, απόλεμος):
    • άκαπνοι στρατιώτες

[fr MG ἄκαπνος ← K, cpd w. καπνός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες