Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκαμπτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκαμπτος -η -ο [ákamptos] Ε5 : που δεν κάμπτεται, που δε λυγίζει. 1α. για κτ. ευθύ ή επίπεδο που δεν μπορεί κανείς να το κάνει κυρτό. ANT εύκαμπτος: ~ σωλήνας. β. (για μέρος του σώματος που συνδέεται με άρθρωση ή για την ίδια την άρθρωση) που μένει ακίνητος: Tα πόδια του είναι άκαμπτα, δεν έχουν ευκαμψία. || Οι φρουροί στέκουν άκαμπτοι μπροστά στο μνημείο. 2. (μτφ.) α. που δεν καταβάλλεται ψυχικά, που δεν υποχωρεί σε δυσκολίες ή σε πιέσεις: Tο φρόνημα των πολεμιστών είναι άκαμπτο. Είναι ~ στην απόφασή του, αμετακίνητος. Είναι ~ σε ζητήματα ηθικής, αδιάλλακτος. Στάθηκε ~ και ασυγκίνητος στις παρακλήσεις μου, ανυποχώρητος. Άκαμπτη αποφασιστικότητα. β. για κτ. που δεν προσαρμόζεται εύκολα σε νέα δεδομένα ή σε νέες καταστάσεις. ANT εύκαμπτος2: Tα προγράμματα σπουδών δεν πρέπει να είναι άκαμπτα, για να μπορεί να αναπτύξει πρωτοβουλία και ο μαθητής και ο δάσκαλος.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄκαμπτος· 2: σημδ. γαλλ. inflexible]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκαμπτος, -η, -ο [ákamptos] (L)
  • ① unbent, unbending, unbendable, inflexible, stiff (syn αλύγιστος, άτεγκτος, ντούρος):
    • άκαμπτο κλαδί stiff branch |
    • ~ μοχλός rigid bar |
    • άκαμπτη σύνδεση rigid joint |
    • poem μ' άκαμπτο υπάρχει μέσα μου ένα λαμπερό μέταλλο που αντιστέκεται |
    • σαν το σπαθί του αρχάγγελου Mιχαήλ (Vrettakos)
  • ② unpliable, unyielding, inflexible, adamant (syn που δεν υποχωρεί, ακλόνητος, ανένδοτος):
    • εστάθη ~ he held himself rigid |
    • ~ δικαστής unyielding judge |
    • είναι ~ σ' αυτό το σημείο he is adamant on this point |
    • άκαμπτη θέληση an indomitable will |
    • άκαμπτη αντίσταση obdurate resistance |
    • άκαμπτο θάρρος unbroken spirit |
    • ~ χαρακτήρας unbending character |
    • άκαμπτη αρετή rigid virtue |
    • προγραμματίζει το έργο του κατά τρόπον άκαμπτο |
    • η εθνική ψυχή παραμένει άκαμπτη |
    • ο ~ νόμος συχνά είναι σκληρή αδικία (Vrettakos) |
    • αντιστάθηκαν με άκαμπτη αποφασιστικότητα εναντίον του εχθρού |
    • άκαμπτοι τύποι στοχασμού (Papanoutsos) |
    • οι άκαμπτοι ιδεολόγοι (Tatakis)
  • ⓐ relentless, inexorable, stubborn, hardbitten (syn αδιάλλακτος, επίμονας, ξεροκέφαλος):
    • ~ δογματικός της ανατολικής εκκλησίας |
    • ~ εξτρεμισμός |
    • άκαμπτοι διώκτες, άκαμπτοι οπαδοί |
    • άκαμπτη αυστηρότητα, άκαμπτη ηθικότητα, άκαμπτη αξιοπρέπεια |
    • άκαμπτη εφαρμογή θεωρίας |
    • αγωνίζεται με άκαμπτη πίστη και με θερμή ευγλωττία (Vacalop) |
    • ο Mιχαήλ Άγγελος έμεινε ~ και ασυμβίβαστος (Kanellop) |
    • (ο Kαντ) τον ευδαιμονισμό τον στηλιτεύει με άκαμπτη αυστηρότητα (Papanoutsos) |
    • την ηθική ζωή του στωικού χαρακτηρίζει ~ ορθολογισμός (Tatakis) |
    • poem δεν μπορεί απ' τους εφήβους κανείς |
    • ...| να μιλήση περήφανα, τον άκαμπτο |
    • να υμνήση, της αρετής των ιδεών, γέροντα (Karelli)

[fr K, AG ἄκαμπτος, cpd w. καμπτός; cf also εύ-, δύσ-καμπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες