Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκαμπτα [ákampta] adv
- unbendingly, unyieldingly, obdurately, rigidly:
- ατσάκιστα (κοιμόμουν) με το σώμα ακροβατικά και ~ τεντωμένο σε τρεις-τέσσερες καρέκλες (Ouranis)
[der of άκαμπτος; cf AG δυσκάμπτως]
- unbendingly, unyieldingly, obdurately, rigidly: