Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκακος -η -ο [ákakos] Ε5 : 1.για κπ. που δεν έχει κακία, που δεν μπορεί να κάνει κακό, επειδή έχει αγαθή και αθώα ψυχή: Είναι ένας ~ άνθρωπος που δεν μπορεί να πειράξει ούτε μυρμήγκι. Είναι ~ σαν μικρό παιδί. Aυτός είναι ~ σαν αρνί. || για ζώο που δεν είναι επιθετικό: Tο πρόβατο είναι από τα πιο άκακα ζώα. (έκφρ.) είναι άκακο αρνί, για άνθρωπο πολύ καλό. 2. για εκδήλωση άκακου ανθρώπου, για κτ. που δε γίνεται ή που δε λέγεται για να βλάψει ή για να ενοχλήσει κπ.: Άκακο αστείο / πείραγμα / ψέμα, αθώο.
άκακα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἄκακος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκακος, -η, -ο [ákakos]
- ① having no malice, guileless, harmless, innocent, good (syn αγαθός, άδολος, αθώος, απονήρευτος, καλοκάγαθος):
- ~ άνθρωπος, άκακη γυναίκα |
- άκακο παιδί innocent child |
- άκακα πουλιά |
- έχει άκακη καρδιά or ψυχή |
- είναι άκακο αρνί or ~ σαν αρνί (s)he is as innocent as a lamb |
- είναι άκακη και υποχωρητική φύση |
- άκακο θύμα |
- δεν ήταν όλοι σαν την άκακη Παπαδοπούλου (Xenop) |
- ο Pαΐζης, ~ Pουμελιώτης, αλλά φοβερός πολυλογάς (Karkavitsas) |
- (o όχλος) ξεκίνησε γιουχαΐζοντας τον άκακο Iησού (AiDafni) |
- η διάθεσή του ήταν άκακη (Terzakis) |
- αγαπούσε τον άκακο και χαμογελαστό σκεπτικιστή (Roufos) |
- poem θα σκορπίσουμε το Mάη |
- πάνου στ' άκακα τα στήθη (Solom)
- ⓐ synecd artless, simple, naive (syn ανεπιτήδευτος, απλοϊκός, αφελής, ant δύσπιστος, καχύποπτος, πονηρός):
- ο ~ πιστεύει σε κάθε λόγο
- ② not motivated by guile, inoffensive (syn αβλαβής, ant βλαβερός):
- ~ λόγος |
- άκακη συμβουλή |
- άκακο αστείο or παιγνίδι |
- άκακο γέλιο |
- άκακη ειρωνεία |
- η ειρωνεία συνοδεύεται από ένα ψέμα άκακο (Delmouzos) |
- ένα αλαφρό και άκακο χιούμορ (Sachinis) |
- poem και τ' αγεράκι τ' άκακο της Θράκης ζωντανεύει (Palam) |
- και η νύχτα πανσές |
- ...|...| με του έρημου μύλου τα χαλάσματα και την άκακη ευωδιά της κόπρου |
- πήρε μέρος μέσα μου (Elytis)
[fr K ἄκακος ← AG]
- ① having no malice, guileless, harmless, innocent, good (syn αγαθός, άδολος, αθώος, απονήρευτος, καλοκάγαθος):