Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άκακα, επίρρ.
-
- Xωρίς κακή πρόθεση, ανυποψίαστα:
- άκακα, δίχως πονηριά (Eρωτόκρ. A´ 1996· Στάθ. B´ 53).
[<επίθ. άκακος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Xωρίς κακή πρόθεση, ανυποψίαστα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκακα [ákaka] adv
- without evil intent, guilelessly, inoffensively, naively (syn χωρίς κακία or κακή πρόθεση, αθώα, ανυστερόβουλα, απονήρευτα):
- μίλησε ~ ο άνθρωπος |
- γελούσε ~ εκείνη |
- poem γιατ' ήταν μια μαθήτρια απλοϊκή |
- κι ~ λόγιαζε τον πονηρό τον πόνο (LPalam)
[fr LMG άκακα, der of άκακος; cf K ἀκάκως]
- without evil intent, guilelessly, inoffensively, naively (syn χωρίς κακία or κακή πρόθεση, αθώα, ανυστερόβουλα, απονήρευτα):