Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άκαιρα, επίρρ.
-
- Άσκοπα, ανώφελα:
- άκαιρα κοπιάζετε (Θησ. Θ´ [536]).
[αρχ. επίρρ. άκαιρα. H λ. και σήμ.]
- Άσκοπα, ανώφελα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκαιρα [ácera] adv
- not at the proper time, untimely, unseasonably, inopportunely (syn παράκαιρα):
- μη ρωτήσετε ~ |
- η καταγγελία έγινε ~ χωρίς σπουδαίο λόγο |
- το μήλο ... ~ μαραμένο και αγίνωτο (Pasagiannis) |
- ξυπνούσε μέσα του, κάπως ~, ο παλιός αρχηγός των Xιτών (Christidis) |
- η Iερά Σύνοδος της Eλλάδος έσπευσε να ... μεγαλοποιήση τις κατηγορίες απαιτώντας από τον Kαΐρη ~ και βεβιασμένα ... "την ομολογίαν της πίστεώς του" (Koumarianou)
[fr LMG άκαιρα ← AG n pl used as dir obj in Aeschylus, der of ἄκαιρος; cf MG ακαίρως, also in kath]
- not at the proper time, untimely, unseasonably, inopportunely (syn παράκαιρα):