Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άθυρμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άθυρμα το [áθirma] Ο49 : για πρόσωπο που είναι υποχείριο, όργανο κάποιου άλλου: Είναι ~ στα χέρια της γυναίκας του, τον μεταχειρίζεται ή του συμπεριφέρεται όπως θέλει. ~ της τύχης.

[λόγ. < αρχ. ἄθυρμα `παιδικό παιχνίδι΄ σημδ. γαλλ. jouet]

[Λεξικό Γεωργακά]
άθυρμα [áθirma] το, (L)
  • ① plaything, toy (syn παιδικό παιγνίδι)
  • ② fig butt, sport, plaything, of a man unable to withstand adversities (syn έρμαιο, όργανο):
    • ο άνθρωπος είναι ~ των περιστάσεων, της μοίρας man is the sport of circumstances, of fortune |
    • κατάντησα ~ στα χέρια του τάδε |
    • ο άνθρωπος ... κινδυνεύει σήμερα όσο ποτέ να γίνη ~ των δυνάμεων της ιστορίας (Despotop) |
    • κρατάρχης είναι τώρα πια ο λόγος και απέναντί του όλα τα ανθρώπινα, ατομικά δοξάσματα είναι αθύρματα (Theodorakop) |
    • ~ στην οποιαδήποτε διάθεση του διδασκάλου δεν είναι κατά κανόνα τουλάχιστον ο διδασκόμενος; (Tsatsos) |
    • poem ω εσύ ...| ύπνε ..., | ευλογημένος τρεις φορές, ακόμα κι αν μας ξεγελάς, | παιγνίδια εμάς της απονιάς κι αθύρματα της χλεύης (Malakasis) |
    • και συ, Πράξη, |...| των χεριών σου το ~ | διέλυσε και διελύθη (ZOikonomou)

[fr K ἄθυρμα ← AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθυρμάτιο [áθirma] το,
  • little toy

[fr AG, K ἀθυρμάτιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες