Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άθυμα [áθima] adv
- dispiritedly, despondently, gloomily (syn άκεφα, δύσθυμα, κακοδιάθετα):
- πιάνει κι αφίνει ~ το μυθιστόρημα, γιατί το 'χει μάθει απ' έξω |
- ω, πού το θυμήθηκες τώρα; έκανε ... ~ ξαφνιασμένος (Terzakis) |
- poem οι κουρασμένες τριγυρνούν ψυχές των ηρωίδων | κι ~ στα καθίσματα στηρίζουν τον αγκώνα (Stasinop)
[der of άθυμος]
- dispiritedly, despondently, gloomily (syn άκεφα, δύσθυμα, κακοδιάθετα):