Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άθροισμα το [áθrizma] Ο49 : σύνολο. 1. το αποτέλεσμα της πρόσθεσης: Tο ~ των αριθμών 3 και 4 είναι 7. Tο ~ των γωνιών ενός τριγώνου είναι ίσο με δύο ορθές γωνίες. || (μαθημ.): Aριθμητικό / αλγεβρικό / γεωμετρικό ~. Γενικό / μερικό ~. 2. το αποτέλεσμα του αθροίζω2: Ο ανθρώπινος οργανισμός είναι ~ κυττάρων. Tο ~ των ιδιωτικών συμφερόντων δε συμπίπτει πάντα με το εθνικό συμφέρον.
[λόγ. < αρχ. ἄθροισμα `συνάθροι ση, συλλογή΄ σημδ. αγγλ. sum]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άθροισμα [áθrizma] το, (L)
- ① math result of addition, sum, total (syn ολικό ποσό, rare σούμα)
- ② collection, assemblage, aggregate (syn συλλογή, ομάδα, συγκρότημα):
- ~ στοιχείων, γνώσεων, πληροφοριών, ειδήσεων, λεπτομερειών κλ |
- ένα ~ από τα πιο ετερόκλητα στοιχεία |
- ~ ... από τέτοια τίποτα είναι η ζωή (Palaiologos) |
- συμβολική Παναγία, ~ όλων των εννοιών της μακαριότητας και της συμπάθειας (Papatsonis) |
- θέλει να πραγματοποιήση το ~ της ίσαμε τότε νεοελληνικής ποίησης (Theotokas) |
- (το ρωμαϊκό δίκαιο) αποτελούσε ένα σπουδαίο βέβαια όγκο εργασίας, ασύνδετης όμως στο βάθος και ασυστηματοποίητης, ήταν ένα ~, όχι οργανικό σώμα (Tatakis) |
- το ~ των ιδιωτικών συμφερόντων ... δεν είναι το γενικό συμφέρον (Kasimatis)
[fr AG, K, PatrG ἄθροισμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθροισματικός, -ή, -ό [aθrizmatikós]
- of assembling, belonging to an assemblage:
- στην αίσθηση παρουσιάζεται αρχική οργάνωση και δεν έρχεται έπειτα η νόηση, για να μορφώση ένα ακατέργαστο αθροισματικό υλικό (Papanoutsos) |
- (ο φυσικός νόμος δεν μπορεί) να σταματήση καταμετρώντας τις άπειρες αιτίες, των οποίων αυτός είναι το αθροισματικό αποτέλεσμα (Theodorakop)
[der of άθροισμα; cf PatrG ἀθροισματικός 'gregarious']
- of assembling, belonging to an assemblage: