Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άθροιση η [áθrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αθροίζω. 1. πρόσθεση: ~ αριθμών. Kάνε την ~ και πες μου τι ακριβώς οφείλω. 2. (μτφ., σπάν.) συγκέντρωση.
[λόγ. < αρχ. ἄθροι(σις) `συγκέντρωση΄ -ση σημδ. αγγλ. summation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άθροιση [áθrisi] η, gen άθροιση, pl αθροίσεις
- ① adding, addition (syn πρόσθεση):
- math σύμβολα αθροίσεως summation signs |
- ξανάρχισε πάλι την ~ από τις μονάδες (Myriv) |
- συνολική ~ totalizing |
- μετρούσε τους άντρες του κ' έδινε τον αριθμό των παρόντων στο στρατοπεδάρχη ..., που έκανε τη συνολική ~ (Theotokas) |
- poem θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία (Kavvadias)
- ② bringing together, gathering, meeting (syn συγκέντρωση, συνάθροιση) .
- ① adding, addition (syn πρόσθεση):