Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άθρησκος -η -ο [áθriskos] Ε5 : (για πρόσ.) 1. που δεν πιστεύει σε καμιά θρησκεία· (πρβ. άθεος). 2. που δεν είναι θρήσκος· (πρβ. ασεβής): Ο Λασκαράτος δεν ήταν ούτε άθεος ούτε ~, όπως κατηγορήθηκε.
[λόγ. α- 1 θρήσκος ή α- 1 θρησκ(εία) -ος μτφρδ. γαλλ. irréligieux]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άθρησκος, -η, -ο [áθriskos] (L)
- ① lacking religious feeling, irreligious (ant θρήσκος):
- ~ κόσμος |
- αφορίστηκε ως ~ |
- αυτείνοι κατάντησαν την πατρίδα και την θρησκείαν και κλονίζεται από τους άθρησκους (Makryg) |
- όλη η Aναγέννηση του 16ου αιώνα, η αδιάφορη στη χριστιανικήν ηθικήν, η άθρησκη, η νοσταλγική λάτρισσα των αρχαίων ειδώλων (Palam) |
- στον άθρησκο το νου του απομνίσκανε ωστόσο μερικές δεισιδαιμονίες (Psichari) |
- και να εγώ υλιστής, άθεος, ~! εγώ το παπαδοπαίδι, που δεν έλειπα από εκκλησία (Xenop) |
- ο Λασκαράτος δεν στάθηκε ούτε ~ ούτε άθεος, όπως άδικα κατηγορήθηκε (Melas)
- ② not performing religious duties such as praying, fasting, attending church services etc, not worshipping (syn όχι ευσεβής, ασεβής, ant θρησκευόμενος, ευσεβής):
- καλός αλλά ~ άνθρωπος
[cpd w. θρήσκος (this since NT)]
- ① lacking religious feeling, irreligious (ant θρήσκος):