Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άθραυστος -η -ο [áθrafstos] Ε5 : (για στερεό σώμα) που δε σπάζει εύκολα ή καθόλου: Άθραυστη πορσελάνη. Άθραυστα τζάμια / γυαλιά.
[λόγ. < αρχ. ἄθραυστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άθραυστος, -η, -ο [áθrafstos] (L)
- ① rare unbroken, steadfast (syn ακέραιος, άσπαστος):
- μισός αιώνας και η 'Kερένια κούκλα' (του K. Xρηστομάνου) απομένει άθραυστη (Panagiotop)
- ② unbreakable (syn που δε σπάει, άσπαστος, ατσάκιστος):
- άθραυστο γυαλί safety glass |
- οι γυάλινοι τοίχοι ήταν καμωμένοι από ειδικό άθραυστο γυαλί που απορροφούσε το φως (DOikonomidis)
[fr AG, K, PatrG ἄθραυστος bes K θραυστός]
- ① rare unbroken, steadfast (syn ακέραιος, άσπαστος):