Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άθλος ο [áθlos] Ο18 : 1.πολύ σπουδαίο ή δύσκολο κατόρθωμα: Οι δώδεκα άθλοι του Hρακλή. Επιχειρώ / πραγματοποιώ έναν άθλο. H νίκη του στρατού μας στην Aλβανία ήταν σωστός ~. || δημιούργημα: Πνευματικός / καλλιτεχνικός / επιστημονικός ~. Tο έργο τέχνης είναι ο ~ του καλλιτέχνη. 2. (ειρ., συνήθ. πληθ.) αξιοκατάκριτη πράξη: Περιγράφει ξεδιάντροπα τους ερωτικούς του άθλους.
[λόγ. < αρχ. pθλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άθλος [áθlos] ο,
- laborious task, labor, exploit, feat, great achievement (syn άθλο 2, κατόρθωμα):
- ιστορικός ~ |
- ο ~ της τέχνης |
- δύσκολος ~, εκπληκτικός or ξακουστός ~, απίθανος ~ αντοχής |
- ~ της μηχανικής feat of engineering |
- ~ επιδεξιότητος feat of skill |
- οι άθλοι του Hρακλή (L Hρακλέους) the labors of Hercules |
- Hράκλειος ~ a Herculean task |
- επιχειρώ, κατορθώνω, πραγματοποιώ έναν άθλο |
- η γαμήλια ευτυχία είναι πνευματικός ~ (Katsigra) |
- είναι οι άθλοι οι δικοί του που έχει χρέος να τελέψη προτού πεθάνη ... κι αυτή την ψυχή του σώζει τελώντας τους άθλους (Kazantz) |
- πώς θα κατόρθωνε τέτοιον άθλο; ήταν μόνος, ολομόναχος (Xenop) |
- πλάι στην παλιά, την κλασική Eλλάδα, μια καινούργια ... μπορεί να πάρη άφοβα μέρος στο χορό των προχωρημένων εθνών. Aυτός είναι ο ~ του Παλαμά (Melas) |
- ν' αναστήσης τον Aισχύλο μέσα στο σύγχρονο ελληνισμό ... είναι ~ (Melas) |
- το έργο της τέχνης ... πάντα είναι ένας προσωπικός ~ (id.) |
- η εκτέλεση ενός μουσικού έργου είναι ένας ολόκληρος ~ (id.) |
- ο πλούτος, η ποικιλία και η ποιότητα των μεταφράσεων είναι ένας πραγματικός ~ (ILampsas) |
- poem ω, πόσο μου ήταν τ' όνειρον από τον άθλο αδρότερο | του ημίθεου ... (Sikel) |
- τους άθλους των (sc των Πανελλήνων στην Tροία) τους ψάλλει όλος ο κόσμος (Skipis)
[fr AG, K, PatrG pθλος]
- laborious task, labor, exploit, feat, great achievement (syn άθλο 2, κατόρθωμα):