Παράλληλη αναζήτηση
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άθλο [áθlo] το,
- ① prize (syn βραβείο, γέρας, έπαθλο):
- poem σα θεός πια τιμάται με θυσίες προβάτων | και μ' αγώνες που τ' άθλα απονέμουν (KKonstantinidis)
- ② feat, exploit (syn άθλος, κατόρθωμα):
- έμαθα τα άθλα σου |
- άκουγε τα ερωτικά του άθλα (sc του Xριστάκη) (Xenop) |
- μας διηγότανε πολλά άγρια άθλα του σε Mοριά και Pούμελη (KChatzop) |
- (οι χωροφύλακες του δάσους) είχαν να διηγηθούν πάντα τα άθλα τους με τους παράνομους υλοτόμους (Nirvanas)
[fr AG, also PatrG pθλον, also w. sense 'contest']
- ① prize (syn βραβείο, γέρας, έπαθλο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθλο- [aθlo] & αθλ- [aθl], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό που αναφέρεται: 1. στο έπαθλο (σε αντικειμενικά σύνθετα): ~θέτης, ~θετώ, ~θέτηση. 2. στον αθλητισμό: ~μανής, αθλόραμα.
[λόγ. < αρχ. ἀθλ(ο)- θ. του ουσ. pθλο(ν) ως α' συνθ.: αρχ. ἀθλο-θέτης, ελνστ. ἀθλο-θεσία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθλοθεσία η [aθloθesía] Ο25 : η αθλοθέτηση.
[λόγ. < ελνστ. ἀθλοθεσία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθλοθεσία [aθloθesía] η, (L)
- setting up of prizes, establishing of a competition w. prizes
[fr K ἀθλοθεσία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθλοθέτης ο [aθloθétis] Ο10 θηλ. αθλοθέτρια [aθloθétria] Ο27 : αυτός που ορίζει το έπαθλο για αθλητικό αγώνα ή για άλλο διαγωνισμό.
[λόγ. < αρχ. ἀθλοθέτης· λόγ. αθλοθέ(της) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθλοθέτης [aθloθétis] ο, αθλοθέτιδα [aθloθéti∂a] η, (L)
- establisher of a competition w. prizes (syn αγωνοθέτης):
- ο πρώτος ~ των ποιητικών αυτών διαγωνισμών ... τοποθετεί ... το θεμελιώδη σκοπό των διαγωνισμών (Melas) |
- ένας από τους φιλολόγους αναφέρει, σχετικά με το βαθύτερο σκοπό του αθλοθέτη και των διαγωνισμών γενικά, τους στίχους του Σ. Kαρύδη, τους αφιερωμένους στον A. Pάλλη (id.)
[fr AG ἀθλοθέτης]
- establisher of a competition w. prizes (syn αγωνοθέτης):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθλοθέτηση η [aθloθétisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αθλοθετώ.
[λόγ. αθλοθετη- (αθλοθετώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθλοθετώ [aθloθetó] -ούμαι Ρ10.9 : ορίζω ή διαθέτω το έπαθλο γι΄ αυτόν που θα νικήσει σε αθλητικό αγώνα ή σε άλλο διαγωνισμό: H Εθνική Tράπεζα αθλοθέτησε το έπαθλο του μαραθωνίου. Tα βραβεία αθλοθετήθηκαν από το Yπουργείο Παιδείας.
[λόγ. < ελνστ. ἀθλοθετῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αθλοθετώ.
-
- Προΐσταμαι σε κάπ. έργο, παίρνω πρωτοβουλία για κ.:
- (Bίος Aλ. 2400).
[μτγν. αθλοθετέω. Η λ. και σήμ.]
- Προΐσταμαι σε κάπ. έργο, παίρνω πρωτοβουλία για κ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθλοθετώ [aθloθetó] αθλοθετείς, pass αθλοθετείται, aor αθλοθετήθηκε (L)
- set up a competition w. prizes:
- η απλότητα της οικονομίας, η έλλειψη δραματικού βάθους και η κενότητα των χαραχτήρων δεν αθλοθετούν για τους ερμηνευτές σοβαρούς σκηνοθετικούς αγώνες (Lekatsas) |
- αθλοθετείται (αθλοθετήθηκε) ένα νέο βραβείο
[fr MG, K ἀθλοθετῶ, der of αθλοθέτης]
- set up a competition w. prizes: