Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άθλιος, επίθ.· πληθ. αθλοί.
-
- Kακός, ελεεινός, απαίσιος:
- (Xρον. Mορ. H 1245).
[αρχ. επίθ. άθλιος. H λ. και σήμ.]
- Kακός, ελεεινός, απαίσιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άθλιος -α -ο [áθlios] Ε6 : 1.που είναι πολύ κακός και επομένως δυσάρεστος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας / καιρός. Άθλιες συνθήκες εργασίας. Άθλια συμπεριφορά / κατάσταση. α. που η ποιότητά του είναι πολύ κακή: Άθλιο βιβλίο / γεύμα. β. που βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση: ~ δρόμος. Άθλιο σχολείο / ξενοδοχείο. Οι ξένοι εργάτες κατοικούν στις αθλιότερες συνοικίες της πόλης. γ. ταλαίπωρος, δυστυχισμένος: Άθλια ζωή. Γιατί θέλεις να βασανίζεις αυτό το άθλιο πλάσμα; 2. (οικ., για πρόσ.) που η συμπεριφορά του είναι απροσδόκητη: Tι κάνεις εκεί, ρε άθλιε; Ρε τον άθλιο, τα κατάφερε.
άθλια ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Έμεινε άνεργος και ζει ~. Ένας γέρος ~ ντυμένος. [λόγ. < αρχ. ἄθλιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άθλιος, -α (& L -ία), -ο [áθlios]
- miserable, destitute, wretched, forlorn, poor, lousy, shabby (syn αξιολύπητος, δυστυχισμένος, ελεεινός, ταλαίπωρος):
- τι ~ εγωιστής! |
- άθλιο πλάσμα |
- ~ δρόμος |
- βρε άθλιε, αυτά μου κάνεις; |
- ο ~ το θυμήθηκε! the poor wretch remembered it |
- άθλιο σπίτι (δωμάτιο) shabby house (room) |
- άθλια κατοικία miserable dwelling |
- άθλιο χαρτί wretched paper |
- άθλιο γεύμα wretched dinner |
- τι ~ καιρός! what wretched weather! |
- (συλλογιζόμαστε) την άθλια τύχη των ανθρώπων |
- η άθλια ζωή του his shabby existence |
- άθλιες συνθήκες διαβίωσης |
- διαμαρτύρονται για τους άθλιους όρους ζωής στο σανατόριο |
- βρήκε άθλιο τέλος |
- ζουν μέσα σ' εξευτελιστική και άθλια δουλεία (Ploritis) |
- άθλια παράσταση lousy performance |
- είναι άθλιο θέαμα it's a dud show |
- οτιδήποτε άθλιο γίνεται γίνεται στο όνομα του συμφέροντος (Vrettakos) |
- να πάγω στην Kυβέρνηση να ειπώ την αθλίαν κατάσταση του φρουρίου (Makryg) |
- κατανταίνουν ... στην πιο άθλια επιτήδευση (Panagiotop) |
- γινόμαστε όλο και πιο αξιοθαύμαστοι και όλο αθλιέστεροι (Terzakis) |
- δε θα δεχόταν ποτέ να παίξη ένα τόσο άθλιο ρόλο (Chourmouziadis) |
- η κοινότερη και η αθλιέστερη υπόθεση (Palam) |
- οι άλλοι βρίσκονται σε απείρως αθλιέστερη κατάσταση (Psathas) |
- poem ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει | της αθλίας Tριπολιτσάς (Solom) |
- η αθλία ψυχή καθήμενη | σε χόρτο, σε λουλούδι (id.) |
- ώσπου νεκρό τ' άθλιο κουφάρι μένει (Markoras) |
- αυτή 'ναι, μαύρε, η μόνη σου | αθλία παρηγοριά (id.) |
- κ' έν' αχτιδοβόλημα |...| στα στερνά να ρίχνετε [ω σπίτια] | στ' άθλια του γέρου χρόνια (Palam) |
- και θα 'μοιαζε ίσως ψεύτικο λουλούδι ακόμα η νιότη, | τον άθλιο θάνατο αν δεν είχε θεριστή (Malakasis)
[fr MG άθλιος ← AG]
- miserable, destitute, wretched, forlorn, poor, lousy, shabby (syn αξιολύπητος, δυστυχισμένος, ελεεινός, ταλαίπωρος):