Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άθικτος -η -ο [áθiktos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν αγγίξει· ανέπαφος: Tο φαγητό ήταν άθικτο πάνω στο τραπέζι. 2. που δεν τον έχουν χρησιμοποιήσει: Tο αρχικό κεφάλαιο έμεινε άθικτο. 3. που δεν του έχουν προκαλέσει βλάβη: Ως την καταστροφή του 1687 ο Παρθενώνας ήταν σχεδόν ~. Οι κλέφτες άφησαν άθικτο το χρηματοκιβώτιο, δεν το παραβίασαν. 4. (μτφ.) που δεν έχει ασχοληθεί κανείς μαζί του: Kανένα πρόβλημα δεν έμεινε άθικτο.
[λόγ. < αρχ. ἄθικτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άθικτος, -η, -ο [áθiktos] (& άθιχτος) (L)
- ① not touched, untouched (syn άγγιχτος 1, ανέγγιχτος):
- άθικτη τροφή |
- ψωμί άθιχτο |
- ο κλέφτης άφησε τα χρήματα άθικτα the thief didn't touch the money
- ② untouched, unaffected, uninfluenced, intact (syn ανέγγιχτος, ανέπαφος):
- τα βιβλία που μας αφίνουν άθικτους, αμετάβλητους εσωτερικά είναι για πέταμα (Chatzinis) |
- ο κύριος Π. έχει διαφυλάξει άθικτη, παρθένα και δροσερή την ελληνικότητά του (Karantonis)
- ③ untouched, unhurt, uninjured, unscathed, unimpaired, unbroken, unviolated (syn αβλαβής, ανέπαφος, απαραβίαστος, απείραχτος, γερός, σώος):
- το συρτάρι είναι άθικτο the drawer is intact, i.e. not broken into (syn απαραβίαστο) |
- ο ναός έμεινε ~ από το χρόνο |
- ~ τάφος inviolate tomb |
- τα άνθη είναι άθικτα από την παγωνιά the flowers were unharmed by the frost |
- άθικτη περιουσία unimpaired fortune |
- άθικτες δυνάμεις unimpaired strength |
- άθικτη υπόληψη unsullied reputation (syn ακηλίδωτη) |
- διατηρεί τη φήμη του άθικτη he keeps his reputation unsullied, intact |
- (θέλετε) να διατηρηθή το σημερινό εκπαιδευτικό καθεστώς άθικτο (Papanoutsos) |
- | οι στοχασμοί του ... διατηρούν και σήμερα ακόμη άθικτη την αξία τους (id.) |
- το μεγάλο μυστικό είναι να περάσης τη ζωή σου με την ψυχή άθικτη (Panagiotop) |
- εξαίρει ... την αγνή ζωή στη φύση, την άθικτη από τη διαστροφή του πολιτισμού (Despotop) |
- η θάλασσα ... παραμέσα είναι αγέλαστη, άθικτη και γαλανή όπως πάντα (Karantonis) |
- τα χριστιανικά μνημεία ... είχαν μείνει άθικτα από τις καταστροφές του πολέμου (Vacalop) |
- παραμένει ισοβίως ... με άθικτο όλο το γόητρο και το κύρος του (Psathas) |
- poem ετύχαιναν στιγμές ...|... που την εντύπωσιν | έδιδε σάρκας σχεδόν άθικτης (Kavafis) |
- αδιαμαρτύρητα έτσι προσπερνώντας τες (sc τις προσμονές) |...| τραβούσαμε άθικτοι το δρόμον (Papatsonis)
- ⓐ pure, chaste, virgin (syn άγγιχτος 6, αγνός):
- άθικτη κοπέλα
- ④ unused, unworn (syn άγγιχτος 2, αμεταχείριστος, καινούργιος)
[fr AG ἄθικτος; cf syn AG ἀθιγής]
- ① not touched, untouched (syn άγγιχτος 1, ανέγγιχτος):