Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άθεος -η -ο [áθeos] Ε5 : που δεν πιστεύει στην ύπαρξη θεού· αθεϊστής: Ο Λασκαράτος δε στάθηκε ούτε άθρησκος ούτε ~, όπως άδικα κατηγορήθηκε.
[αρχ. ἄθεος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άθεος1 [áθeos] ο, άθεη [áθei] η,
- one not believing in God, godless person, atheist (syn αρνητής του θεού):
- επιδιώκουν να τον παραστήσουν άθεο |
- και βάνοντας ο ~ για σημάδι το κεφάλι εμέ του Διονύσιου ... δεν το πέτυχε (Solom) |
- ή θα δημιουργήσουμε μήπως όντα διεστραμμένα, άθεους, απ' αυτούς που άρχισαν να κατακλύζουν την κοινωνία μας |
- ταραξίας; (Terzakis) |
- τίποτα είναι ο ~. Pούφηξε μέσα σου Θεό και θα γίνης άγγελος! (Prevelakis) |
- poem να υποκρίνωμαι τον άθεο και τον καταλυτή (Katsaros)
[substantiv. m & f of άθεος]
- one not believing in God, godless person, atheist (syn αρνητής του θεού):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άθεος2, -η, -ο [áθeos]
- not believing in God, godless, atheistic:
- ο ~ υπαρξισμός |
- άθεη πράξη |
- έπρεπε να παυθή ο "~" καθηγητής (Xenop) |
- ο Λασκαράτος δεν στάθηκε ούτε άθρησκος ούτε ~, όπως άδικα κατηγορήθηκε (Melas) |
- οι πρόσφατοι άθεοι αιώνες της νεοευρωπαϊκής ιστορίας (Papanoutsos) |
- τον άθεο κομμουνιστή και τον θρησκευτικό αρχιερέα ενώνει η εκτίμηση, η φιλία κλ (Palaiologos) |
- η απόλυτη ελευθερία, δηλαδή ένα όραμα του κόσμου άθεο και ανέλπιδο (Prevelakis) |
- poem χαρά στην άθεη θέαινα, στην Iδέα (Palam) |
- είμαστ' η άθεη γέννα (id.) |
- πλην σαν ευρέθηκε μέσα στο σκότος |...| συντροφευμένος μ' Έλληνας αθέους (Kavafis) |
- ... κ' επείσθη | με των Eλλήνων τ' άθεα λόγια (id.)
[fr PatrG ← K, AG ἄθεος]
- not believing in God, godless, atheistic: