Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άθελα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άθελα [áθela] adv
  • involuntarily, unwittingly, unintentionally (syn αθέλητα, χωρίς πρόθεση, ant θεληματικά) also idiom phr άθελά μου (σου, του, της etc) against my (your, his etc) will:
    • χαμογέλασε ~ |
    • πρόσεξε άθελά του κάτι |
    • άθελά του τη σκότωσε he killed her though without intent on his part |
    • ~ κάποτε γινόμαστε μάρτυρες σε κάποιες σκηνές |
    • την ταπείνωσε άθελά του, δίχως να το καταλαβαίνη |
    • άθελά μου γύρισα και την κοίταξα |
    • το φυσικό της ~ κι ανήξερα σε πειράζει (Psichari) |
    • πότε θεληματικά πότε ~ έβαζα μιαν καλόβολη μάσκα στις τρομάρες (Kazantz) |
    • φανέρωσε άθελά της όλο τον ψυχικό της κόσμο (Melas) |
    • ~ κι ασύνειδα προβάλλομε τις διαθέσεις και τις τάσεις μας (Papanoutsos) |
    • poem κρυφός νόμος | ~ με κυβερνά (Palam) |
    • τα λουλουδάκια κλείσανε το θεϊκό τους στόμα | και γέρνουν ~ στη γη, κοπάδι θλιβερό (Karyotakis)

[der of άθελος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες