Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άθεα
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Γεωργακά]
άθεα [áθea] adv, region. & poet
  • pitilessly, mercilessly (syn αλύπητα):
    • poem κ' η φωτιά που ~ τριζοβολά | αντιφωτάει στην όψη μου απ' αλάργα (Gryparis)

[der of ἄθεος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθέατα [aθéata] adv
  • invisibly:
    • σπάνια συναντούμε τόσο έντονη αντιπαράθεση ... της νεότητος και του θανάτου, που ~ ενεδρεύει κάπου κοντά (Karouzou)

[der of αθέατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθέατο [aθéato] το,
  • thing unseen:
    • τότε είναι γεμάτη η ψυχή από το φως της αλήθειας, όταν ξεπεράση την πολυπραγμοσύνη της διάνοιας και θεάται το ~ (Tatakis)

[fr MG αθέατος ← K]

[Λεξικό Κριαρά]
αθέατος, επίθ.
  • Που δεν είναι ορατός, αόρατος:
    • (Διγ. Gr. 1446).

[αρχ. επίθ. αθέατος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθέατος -η -ο [aθéatos] Ε5 : που δεν τον βλέπουμε· αόρατος: H αθέατη πλευρά της Σελήνης* και ως ΦΡ. Παρακολουθούσε ~ τη σκηνή. Ύπουλοι, αθέατοι κι αθόρυβοι εχθροί. αθέατα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀθέατος, αρχ. σημ.: `που δε βλέπει΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθέατος, -η, -ο [aθéatos]
  • ① out of sight, unseen, invisible (syn αόρατος, αφανής, ant θεατός, ορατός):
    • ~ κόσμος, αθέατο μέρος |
    • ~ με το μάτι invisible to the eye |
    • ο ήλιος είναι ~ |
    • το πλοίο σε λίγο ήταν αθέατο |
    • παρακολουθώ ~ τη χαριτωμένη σκηνή |
    • ~ αστέρας |
    • η αθέατη πλευρά της σελήνης the unseen (or dark) side of the moon |
    • το φανάρι του λιμανιού είναι αθέατο απ' αυτό το σημείο |
    • η θάλασσα είναι αθέατη από δω |
    • στόχοι αθέατοι από τη θέση του πυροβολικού targets unseen fr the artillery's position |
    • ο ~ Θεός |
    • αθέατοι εχθροί |
    • κατόρθωσα να μείνω ~ σήμερα και να μη δεχθώ κανένα (Palam) |
    • η μνήμη είναι ο αόρατος άνθρωπος, ο ~ συνοδός, που μας παρακολουθεί παντού (Panagiotop) |
    • προτιμούσαν να μείνουν αθέατοι πίσω από το έργο τους (Kanellop) |
    • το κράνος του Άδη έκανε αθέατο εκείνον που το φορούσε (Stavrou) |
    • οι παγίδες που στήνουν οι άνθρωποι στους ανθρώπους είναι αθέατες, ύπουλες, αθόρυβες (Mitropoulou) |
    • poem και τα (sc αυτά τα πλοία) λικνίζουν κύματα τερπνά, |...| τα κάνει αθέατα τ' άστρο της ημέρας (Malakasis) |
    • και νοιώθω την αθέατη παρουσία | φίλων αγαπημένων που έχουν φύγει (Koukoulas) |
    • αθέατη η ψυχή τους (sc των λουλουδιών στ' ανθογυάλια), ζωντανή, | κλεισμένη | βαθιά τους (Xydis) |
    • η λάμψη | ενός αθέατου φεγγαριού πλημμύριζε όλη | την ερημιά σου (Geralis)
  • ② not permitted to be seen, concealed fr others' sight (syn απόκρυφος, μυστικός):
    • έδειξε τ' αθέατα κάλλη της.
[Λεξικό Γεωργακά]
αθεάτριστος1 [aθeátristos] ο,
  • one that is not specialized in the theatrical routine:
    • σκέψεις αθεατρίστου (title of articles, Palam).
[Λεξικό Γεωργακά]
αθεάτριστος2, -η, -ο [aθeátristos]
  • not frequenting the theater

[fr PatrG ἀθεάτριστος 'untheatrical']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες