Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άθαφτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άθαφτος, επίθ.
  • Άταφος:
    • (Συναδ. φ. 70v).

[<αρχ. επίθ. άθαπτος. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άθαφτος -η -ο [áθaftos] Ε5 : (για νεκρό) που δεν τον έθαψαν ή δεν τον κήδεψαν· άταφος: Γύρισαν πίσω στο πεδίο της μάχης, για να μην αφήσουν άθαφτους τους νεκρούς τους.

[μσν. άθαφτος < αρχ. ἄθαπτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
άθαφτος, -η, -ο [áθaftos] (& άθαβος)
  • unburied (syn άταφος):
    • πήγε ~ |
    • ο πεθαμένος έμεινε μέρες ~ |
    • folkt γυρίζει το άλλο πρωί ... πεθαμένος κι ~ (very pale) (Loukatos) |
    • folks. ... και κλαιν οι πεθαμένοι, | είναι στον κόσμο άθαφτοι, στον κάμπο ξαπλωμένοι |
    • poem κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν | τη θεία πηγή τ' ανασασμού (Sikel) |
    • ~ λιώνει ο σαλπιγχτής μέσ' τις βροχές (Athanas) |
    • και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων! (Elytis) |
    • όμως οι πεθαμένοι άθαφτοι | μαραίναν το πλακόστρωτο (MServaki)

[fr MG άθαφτος ← AG ἄθαπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες