Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άζυμο [ázimo] το, relig
- unleavened bread, azyme:
- εορτή των αζύμων feast of unleavened bread
[substantiv. n of άζυμος; το άζυμον also MG; τa ἄζυμα K]
- unleavened bread, azyme:
[Λεξικό Κριαρά]
- άζυμος, επίθ.
-
- Που δεν έχει γίνει με ζύμη:
- ψωμί ανεβατόν …, όχι άζυμον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 262r).
[αρχ. επίθ. άζυμος. Η λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει γίνει με ζύμη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άζυμος -η -ο [ázimos] Ε5 : που έγινε χωρίς προζύμι. ANT ένζυμος: Άζυμο ψωμί / κουλούρι. || H γιορτή των Aζύμων, οι οκτώ μέρες του εβραϊκού Πάσχα, κατά τις οποίες τρώγεται άζυμος άρτος.
[λόγ. < αρχ. ἄζυμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άζυμος, -η, -ο [ázimos] (L)
- unleavened (syn χωρίς προζύμι):
- ~ άρτος unleavened bread |
- ο Eλεάζαρ, μ' ένα κομμάτι άζυμο ψωμί στο χέρι, σηκώνεται βαργεστημένος ν' ανοίξη (ChChairop)
- ⓐ Christ church unconsecrated host:
- ~ άρτος
[fr AG ἄζυμος]
- unleavened (syn χωρίς προζύμι):