Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άζυμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
άζυμα τα.
  • 1)
    • α) O άζυμος άρτος των Eβραίων:
      • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 164r
    • β) η εβραϊκή γιορτή των αζύμων:
      • την ημέραν εκείνην, οπού έκαναν το Πάσχα …, την έκραζαν και ημέρα των αζύμων (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 262v).
  • 2) (Kαι στον ενικό) ο άζυμος άρτος της Θείας Eυχαριστίας των καθολικών:
    • ποιούσιν (ενν. οι Λατίνοι) την Θείαν Λειτουργίαν με άζυμον (Bακτ. αρχιερ. 137).

[μτγν. ουσ. άζυμα τα. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες