Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άεργος -η -ο [áerγos] Ε5 : (για πρόσ.) που περνάει τον καιρό του χωρίς να ασχολείται με κτ., που δεν έχει έργο, απασχόληση: Ρίχτηκαν όλοι στη δουλειά· κανένας δεν έμεινε ~. Στον άεργο άνθρωπο η μέρα φαίνεται χρόνος. Kαλλιεργούσε ο ίδιος τον κήπο για να μην κάθεται ~.
[λόγ. < ελνστ. ἄεργος (ίσως σφαλερή γραφή αντί ἄνεργος), αρχ. ἀεργός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άεργος, -η, -ο [áerγos] (L)
- not working, being out of work, unemployed, jobless (syn άνεργος):
- ~ ναυτικός a loafing sailor |
- ο νέος αυτός κάθεται ~ this young man is out of work |
- δούλευε, για να μην κάθεται άεργη (Psichari) |
- η σάλα ήταν σχεδόν γεμάτη απ' ανθρώπους της αγοράς, εργάτες και άεργους (Xenop) |
- παιδιά ... διεφθαρμένα και άεργα (Travlantonis) |
- φαντάζονται τον καλόγερο άεργο (Papantoniou) |
- επινοεί τρόπους να σκοτώση τις ώρες της η άεργη σύζυγος (Palaiologos) |
- περισώζονται ... στην Eυρώπη μερικοί ευγενείς ... όντα περίεργα και άεργα (Psathas)
[new cpd w. έργον, based on AG ἀεργός w. accentuation of ModG άνεργος]
- not working, being out of work, unemployed, jobless (syn άνεργος):