Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άδυτο το [áδito] Ο40 : το εσώτατο μέρος ναού, στο οποίο μόνο σε ιερούς ή μυημένους επιτρέπεται η είσοδος. || (με επέκτ., στον πληθ.) το εσώτατο τμήμα χώρου, στο οποίο δεν επιτρέπεται ή είναι δύσκολο να μπει κάποιος: Εισχώρησε στα άδυτα των μυστικών υπηρεσιών. Tα άδυτα της ψυχής, το βάθος, τα μύχια.
[λόγ. < αρχ. ἄδυτον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδυτο [á∂ito] το, (& L άδυτον)
- ① anc hist & relig the innermost room of a temple or church, access to which is forbidden to the profane or laymen, sanctum, adytum (syn άβατο 1, ιερό):
- το ενδότερο~ the inner sanctum |
- το ~ των αδύτων the holy of holies (syn τα άδυτα των αδύτων, below)
- ⓐ hidden or secret place:
- (η ευκαιρία) του συγχωρούσε να εισχωρήση σ' ένα απόκρυφο ~ (Xenop) |
- το ~ του πνεύματος, το ~ της ψυχής, το ~ της καρδιάς |
- η ψυχογραφία ανιχνεύει το εσωτερικό ~ |
- (τα πράγματα) βρίσκονται στα άδυτα των παλαιοπωλείων |
- έμπαινε ... στο γραφείο του ... λιγάκι σαν ιέρεια που μπαίνει σ' ένα ~ (AVlachos) |
- η εξωτερική πολιτική ... αποσύρεται στο ~ των απορρήτων και των ανεξελέγκτων (Christidis) |
- ο αληθινός τεχνίτης ... από το ~ το ιερότατο της ύπαρξής του ολάκερης ξεσέρνει το λόγο τον καίριο, το μοναδικό (Panagiotop) |
- poem όπως οι πατέρες μου σε βάλανε | μέσ' το ~ του Δελφικού ιερού (Sikel)
- ② pl άδυτα τα, the holy of holies, e.g. τα άδυτα του ναού
- ⓑ inmost part, private or hidden place:
- τα άδυτα της οικογενειακής του εστίας (Theotokas) |
- πιέζεται ... ο άνθρωπος να στραφή προς τα άδυτά του (Tatakis) |
- τ' άδυτα του βίου, του υποσυνειδήτου, της συνείδησης |
- τ' άδυτα της καρδιάς the sanctuary of the heart |
- (τόσα ζευγάρια μάτια) θέλανε σώνει και καλά να φτάσουν μονομιάς στα άδυτά μου (Melas) |
- από τα άδυτα της ψυχής αντλεί ο καλλιτέχνης το περιεχόμενο του έργου του (Papanoutsos) |
- poem ποίημα αφανέρωτο | μας έφερες προς τ' άδυτα (Xydis) |
- κατεβαίνει η δίψα τα άδυτα ν' αγγίξη, να γευτή, να μάθη (Decavalles)
- ③ spec phr άδυτα των αδύτων (L) the holy of holies (syn άβατο 1, άδυτο των αδύτων [άδυτο 1], άγια των αγίων) used in the main sense, also & fig:
- (τα ελληνικά μου) βγαίνουν έτσι αγνά από τα άδυτα των αδύτων της καρδιάς μου (Palam) |
- poem πουλιά νεκρά ...| μέσ' τους αφρούς μαυρίζουνε, σ' άδυτα αδύτων (Malakasis) |
- με των Mοιρών το λύχνο ...| μέσ' των αδύτων τ' άδυτα |...| άγια στιγμή | φέξε μου εσύ (Skipis)
[fr AG ἄδυτον 'innermost sanctuary or shrine']
- ① anc hist & relig the innermost room of a temple or church, access to which is forbidden to the profane or laymen, sanctum, adytum (syn άβατο 1, ιερό):
[Λεξικό Κριαρά]
- άδυτος, επίθ.
-
- Που δε δύει ποτέ (προκ. για το Χριστό):
- τον ήλιον τον άδυτον (Θρ. Θεοτ. 49).
[αρχ. επίθ. άδυτος]
- Που δε δύει ποτέ (προκ. για το Χριστό):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδυτος, -η, -ο [á∂itos]
- impenetrable, inaccessible; unexplored, hidden, secret (syn αδιείσδυτος 1, απρόσιτος, ανεξερεύνητος):
- άδυτα βάθη, άδυτοι βυθοί |
- θαρρείς κι ανέβαινε από τα άδυτα βάθη των γυναικείων ενστίκτων μια πλημμύρα ορμητική (Theotokas) |
- (η ζωή) αιώνια ... περιμένει την ώρα της στα χιλιόχρονα μνήματα, στους άδυτους βυθούς της γης (Tsatsos) |
- (η μοναδική αχτίδα) μας φωτάει τα άδυτα μυστήρια του Mινωικού θανάτου (Papatsonis) the secret mysteries of Minoan death |
- και εκεί (sc στη θεογνωσία) ~ ο Θεός, ανέφικτη η θεία ουσία στη γνώση μας (Tatakis) |
- poem στ' άδυτα βάθη να φωτίσω | θα δέρνεται | μέσ' τ' άδυτα σκοτάδια (Meranos)
[fr AG, K, PatrG ἄδυτος 'not to be entered, inaccessible', cpd w. δυτός: δύω; ἄδυτος also in LMG]
- impenetrable, inaccessible; unexplored, hidden, secret (syn αδιείσδυτος 1, απρόσιτος, ανεξερεύνητος):