Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άδοτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άδοτος, επίθ.
  • Που δεν έχει δοθεί:
    • προικός αδότου (Bακτ. αρχιερ. 174).

[αρχ. επίθ. άδοτος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άδοτος, -η, -ο [á∂otos]
  • not given:
    • άδοτα έχει ακόμη τα προικιά |
    • poem για κείνο τ' άδοτο φιλί είναι το τραγούδι, | για κείνο κι όλων μου των στίχων ο καημός (GKotzioulas)
  • ⓐ not paid (syn ανεξόφλητος):
    • το 'χει άδοτο το νοίκι |
    • έχει το χρέος του άδοτο ακόμα
  • ⓑ unsold (syn απούλητος):
    • το φετινό λάδι είναι άδοτο |
    • το 'χει άδοτο το σπίτι

[fr MG ← K ἄδοτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες