Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδοξα [á∂oksa] adv (& L αδόξως)
- without glory (honor), ingloriously, ignominiously (syn χωρίς δόξα, near-syn ανυπόληπτα, ant ένδοξα, L ενδόξως):
- ο πόλεμος τελείωσε ~ |
- έφυγε ~ |
- athl το παιγνίδι διεκόπη ~ |
- πέθανε ~ |
- (η θεατρική επιθεώρηση) είχε αρχίσει μάλλον ~ με προσπάθειες μέτριες (Melas) |
- έσβησε ~ και η μνήμη του Πανά (Dimaras) |
- η ιστορία αυτού του μολυβένιου στρατιώτη... τελειώνει ~ και κοινά (Stasinop) |
- poem κανένας δεν πλήρωνε συνδομές κ' έτσι το σωματείον "O Πυθαγόρας" διαλύθηκε ~ (Ritsos) idiom phr έπεσε(ν) αδόξως fell in action ignominiously (ant έπεσεν ενδόξως)
[der of άδοξος]
- without glory (honor), ingloriously, ignominiously (syn χωρίς δόξα, near-syn ανυπόληπτα, ant ένδοξα, L ενδόξως):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδόξαστος -η -ο [aδóksastos] Ε5 : 1.που δε δοξάστηκε· άδοξος, άσημος. ANT δοξασμένος: Άγνωστος κι ~ μένει ο ευεργέτης μας. 2. ο διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται), σε ΦΡ όπως: αλλάζω τον αδόξαστο σε κπ., τον βασανίζω σκληρά ή τον ταλαιπωρώ πολύ· ΣYN ΦΡ αλλάζω την πίστη σε κπ. τραβώ τον αδόξαστο, ταλαιπωρούμαι πολύ. του έψαλα τον αδόξαστο, τον έβρισα λέγοντας πολλά. (υβρ. έκφρ. αγανάκτησης) τον αδόξαστό (σου).
[α- 1 δοξασ- (δοξάζω) -τος (διαφ. το αρχ. ἀδόξαστος `αναπάντεχος΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδόξαστος1 [a∂óksastos] ο,
- Satan:
- idiom phr του άλλαξε τον αδόξαστο he tormented or pestered him, he beat or insulted him severely (syn του άλλαξε την πίστη) |
- (οι πολύ κουραστικές δουλειές) τους έχουν αλλάξει τον αδόξαστο (DLoucatos) |
- του έψαλα τον αδόξαστο (syn του έψαλα τον αναβαλλόμενο) I gave him a rough tongue-lashing or scolding |
- τραβώ τον αδόξαστο I suffer immensely.
- Satan:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδόξαστος2, -η, -ο [a∂óksastos]
- inglorious, unfamed (syn άδοξος, άσημος, αφανής, ant δοξασμένος):
- poem Πότε ο καιρός θα σε γκρεμίση, | να μη σε βλέπουν έτσι αδόξαστο | τ' αθώα ματάκια, ερημοκλήσι (Malakasis)
- ⓐ not glorified, unglorified (ant δοξολογούμενος)
[fr AG, K ἀδόξαστος, cpd w. δοξαστός]
- inglorious, unfamed (syn άδοξος, άσημος, αφανής, ant δοξασμένος):