Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άδολος, επίθ.
-
- 1) Eιλικρινής, πραγματικός, γνήσιος:
- πίστιν άδολον (Λίμπον. 240).
- 2) Kαθαρός, αγνός:
- Στ’ άδολα και τα καθαρά φιλιά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [428]).
[αρχ. επίθ. άδολος. H λ. και σήμ.]
- 1) Eιλικρινής, πραγματικός, γνήσιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άδολος -η -ο [áδolos] Ε5 : 1.(για πρόσ. και συναισθήματα) που δεν έχει δόλο· αθώος. ANT δόλιος: Άδολη νιότη. Άδολη πίστη / αγάπη. Xαρακτήρας ειλικρινής και ~. Άδολα πατριωτικά αισθήματα. 2. ανόθευτος: Άδολο κρασί. H αγνή δημοτική, η άδολη από κάθε καθαρολογική νοθεία, θα είναι κατόρθωμα μελλοντικό. Άδολη τέχνη, καθαρή.
άδολα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἄδολος (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδολος, -η, -ο [á∂olos]
- ① guileless, uncunning, ingenuous, candid (syn αθώος, απονήρευτος, ειλικρινής, ευθύς, ίσιος, ντόμπρος, ant δόλιος):
- ~ χαρακτήρας a candid character |
- αγνή και άδολη επαρχιωτοπούλα |
- άδολο, αθώο κορίτσι (Psichari) |
- και οι μαριολιές τους είναι άδολες (Palam) |
- η κυρούλα δεν έβαζε ποτέ κακό με το νου της, τόσο άδολη ήταν (Panagiotop)
- ② unadulterated, genuine, pure (syn ανόθευτος, αγνός, γνήσιος, καθαρός):
- άδολο γάλα, κερί, κρασί, λάδι, βούτυρο, μέλι, χρυσάφι |
- ~ άνθρωπος, ~ νέος, άδολη συντρόφισσα |
- πατριώτες άδολοι |
- ο Kάλβος παρουσιάζεται ~ υμνητής... της ηθικής ιδέας (Tsatsos) |
- άδολοι οπαδοί της ιδέας της δημοτικής (Palam) |
- άδολη καρδιά, ψυχή |
- πνεύμα άδολο |
- άδολη ερωτική περιπέτεια |
- άδολο ύφος pure style |
- άδολη ποίηση (syn καθαρή ποίηση) |
- ~ λυρισμός, άδολη λυρική φωνή |
- άδολη μουσικότητα |
- άδολη μορφή, καθαρός τύπος (Papanoutsos) |
- άδολη νόηση, λογική |
- ορθή, άδολη αντικειμενική γνώση |
- άδολη πραγματικότητα, άδολη φυσικότητα |
- άδολη ειλικρίνεια genuine candor |
- άδολη ανιδιοτέλεια, άδολη πρόθεση, άδολη διάθεση, άδολο κέφι |
- άδολη συγκίνηση |
- ~ ενθουσιασμός |
- ~ θαυμασμός |
- άδολα ιδανικά |
- άδολο ιδεολογικό περιεχόμενο pure ideological content |
- άδολη εθνική συνείδηση |
- άδολα πατριωτικά αισθήματα |
- άδολες πατριωτικές επευφημίες |
- άδολη ομορφιά |
- ο πλέον ~ κόσμος της ομορφιάς που ευτύχησε ποιητής να πραγματοποιήση (Palam) |
- άδολη χαρά unmixed, pure joy δε δοκιμάζουμε ούτε άδολη χαρά ούτε άμετρη λύπη (Vrettakos) |
- μιλώ τα αγγλικά με την πιο άδολη προφορά (Theotokas) |
- για την κάθαρση αυτή από την καθαρεύουσα ανάγκη να γυρίσουμε στις πρώτες άδολες πηγές, στα γνήσια νεοελληνικά κείμενα (Kakridis) |
- η αγνή δημοτική, η άδολη από κάθε καθαρολογική νοθεία... θα 'ναι δώρο και κατόρθωμα... της δεύτερης, αν μη και της τρίτης, ύστερ' από μας γενεάς (Chourmouzios) |
- τα πιο άδολα..., πιο ανακαινιστικά και πιο μόνιμα αποτελέσματά της φανερώθηκαν στα δωρικά εργαστήρια (ChKarouzos) |
- εργάζεται από άδολην αγάπη για την τέχνη του (Tsatsos) |
- folks. ως λάμπει τ' άδολο κρασί στην ασημένια κούπα (DPetrop) |
- poem χαρά των άδολων καρδιών και των ολόασπρων κρίνων, | Λαμπρή (Palam)
- ⓐ philos, techn t. ~ λογισμός pure reasoning:
- πλάσματα του άδολου μαθηματικού λογισμού (Papanoutsos)
[fr MG άδολος ← K, AG]
- ① guileless, uncunning, ingenuous, candid (syn αθώος, απονήρευτος, ειλικρινής, ευθύς, ίσιος, ντόμπρος, ant δόλιος):