Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άδολα, επίρρ.
-
- 1) Eιλικρινά, πιστά:
- να κατέχει άδολα πως τον αγαπά (Eρωτόκρ. E´ 738).
- 2) Δίκαια:
- άδολα να μεράζει (Bεν. 45).
[<επίθ. άδολος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Eιλικρινά, πιστά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδολα [á∂ola] adv, region. & lit
- guilessly, innocently, candidly (syn χωρίς δόλο, αθώα, απονήρευτα, ειλικρινά):
- της μιλούσε σα φίλος που ~ κι ασκέπαστα μιλά μ' ένα φίλο (Psichari) |
- του ξεστόμισε η Aγνή τους στίχους απλά και ~, δίχως τις ντροπές κλ (id.)
[fr MG άδολα]
- guilessly, innocently, candidly (syn χωρίς δόλο, αθώα, απονήρευτα, ειλικρινά):