Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άδικος, επίθ.
-
- 1) Που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ψεύτικος:
- Περί των χρυσοχόων οπού χαράσσουν άδικας βούλλας και άπιστας χαραγάς (Aσσίζ. 22914).
- 2) Που δεν αξίζει κανείς να το πάθει:
- άδικον θάνατον (Xρον. Mορ. P 4085).
- 3) Δυσμενής, κακός:
- εσώθην η ελεεινή εις άδικον λιμένα (Φλώρ. 63).
[αρχ. επίθ. άδικος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ψεύτικος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άδικος -η -ο [áδikos] Ε5 : 1α.για κπ. ο οποίος παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες: ~ άνθρωπος / δικαστής / άρχοντας. Στάθηκε ~ στο μοίρασμα της περιουσίας. Mην είσαι ~ μαζί μου! β. (ως ουσ.) ο άδικος: Ο Θεός δίνει τα αγαθά του σε δικαίους και αδίκους. 2α. που είναι αντίθετος με τους ηθικούς νόμους: ~ λόγος. Άδικη επίθεση / υποψία / μεταχείριση. ΦΡ γυρίζει σαν την άδικη κατάρα*. || που αποκτήθηκε με αδικίες: ~ πλούτος. Άδικο χρήμα / κέρδος. β. που αποδεικνύεται μάταιος, ανώφελος: Άδικη σπατάλη. Άδικες προσπάθειες. (έκφρ.) ~ κόπος, για ματαιοπονία.
άδικα & (λόγ.) αδίκως στη σημ. 2 ΕΠIΡΡ 1. αντίθετα με το δίκαιο: Kατηγορήθηκε / βασανίστηκε / τιμωρήθηκε / φυλακίστηκε ~. 2. μάταια, χωρίς αποτέλεσμα: Ξοδεύει ~ τα χρήματά του. ~ περίμενα τόσες ώρες. Aδίκως κουράζεσαι / χάνεις τον καιρό σου / με μαλώνεις. (έκφρ.) ~ των αδίκων, εντελώς άδικα. [1: αρχ. ἄδικος· 2: μσν. σημ.· λόγ. < αρχ. ἀδίκως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδικος1 [á∂ikos] ο,
- unjust person (syn άδικος άνθρωπος, ant δίκαιος):
- ο ~... με κανένα δε μπορεί να μονοιάση, ούτε με τον άδικο ούτε με τον δίκαιο (Papanoutsos).
- unjust person (syn άδικος άνθρωπος, ant δίκαιος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδικος2, -η, -ο [á∂ikos]
- ① doing sth against justice or the law, unjust, unfair, unrighteous, iniquitous:
- ~ άνθρωπος |
- δείχτηκε ~ στη μοιρασιά |
- είναι άδικοι στην κρίση τους για τη νεολαία |
- prov στων κακών (or αμαρτωλών) τη χώρα ~ κριτής καθίζει in a bad environment equitable justice is impossible |
- ο Θεός να βγάλη εμέναν ψεύτη κι άδικον κι αυτούς πατριώτες κι αληθινούς (Makryg) |
- ήταν... εκδικητικός εχθρός όλων των άδικων εκμεταλλευτών των λαών (Kanellop) |
- poem πάνω στο πρώτο άνθισμα κακιά με βρήκεν ώρα | κι ~ χάρος το φτωχό μού σύντριψε κορμί
- ② taking place or being done against justice (or the law), wrongful, unfair:
- άδικοι νόμοι unfair laws |
- άδικο πράμα, άδικα πράματα |
- άδικη μοίρα unfair fate |
- άδικη απόλυση wrongful dismissal |
- άδικη επίθεση, άδικο φονικό |
- idiom phr γυρίζει (or τρέχει) σαν την άδικη κατάρα he wanders about (runs about) ceaselessly, like a lost soul (just as the undeserved curse never adheres to the person to whom it is directed) |
- τριγυρνούσαν ολόγυρα σαν τις άδικες κατάρες και ψωμοζητούσαν απ' τους χριστιανούς (DOikonomidis) |
- τρόμαξα να ξεμπερδέψω από την άδικη κατηγορίαν (Makryg) |
- poem τι συμφορά...|...| η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα | ενθάρρυνση κ' επιτυχία να σε αρνήται (Kavafis) |
- κ' έβγαινεν απ' τα χείλη του παράπονο πικρό | για τη σκληρή και άδικη σ' εκείνον εξορία (Malakasis) |
- σέρνω τη θλίψη της νεότητός μου | σαν άδικη κατάρα όλο στα ξένα (Gryparis) |
- κι αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή, | εγώ μονάχα το 'νοιωσα κλ (Varnalis) |
- α συφορές· θα σε μηνύσω, γέρο, γι' άδικη επίθεση (Stavrou Ar)
- ⓐ inequitable, unfair, undeserved:
- βρήκε άδικο θάνατο he met an undeserved (cruel, violent, untimely) death |
- άδικη υπόνοια, άδικο μίσος |
- άδικη γνώμη, αυστηρότητα, απόφαση, δήλωση |
- άδικες κρίσεις, άδικη κριτική unfair, wrong-headed or onesided criticism |
- άδικη μεταχείριση inequitable treatment (of people) |
- poem να ξεχνώ την αλήθεια την άδικη και να ζω μες στο μάταιο όνειρό μου (Skipis) |
- | idiom phr είναι άδικο να + subj it is wrong to |
- είναι άδικο και ανώφελο να καταριώμαστε τις προόδους της τεχνικής (Papanoutsos) |
- βιβλίο άδικο, εμπνευσμένο από δυνατή προκατάληψη και προσωπική εχθρότητα (Theotokas) |
- είναι στρατιώτες σε μια υπόθεση άδικη και άνιση ως την ανανδρία (Terzakis) |
- τον έσωσε από μιαν άδικη πτώση η συνείδηση της τέχνης (Dimaras) |
- η ιδέα... που σου πέρασε για την Aμαλία είναι άδικη (Spandonidis) |
- poem ένας λοχίας μού μιλά λόγι' άδικα, βαριά, | που άναψα (Palam) |
- γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης | σαν τη δικιά μας, πόσβησεν έτσι χωρίς σκοπό (Gryparis)
- ③ unjustly (or unlawfully) acquired, uncalled for, unmerited:
- ~ πλούτος |
- άδικα κέρδη or χρήματα |
- άδικη προαγωγή |
- poem... κ' επήα να του μιλήσω | τ' άδικο βιο πού βρίσκεται ποθώντας να γνωρίσω (Markoras)
- ④ ineffectual, fruitless, useless, (done) in vain (syn άσκοπος, μάταιος, χαμένος):
- ~ κόπος labor done in vain, useless effort |
- σε κάνουν να λυπάσαι για την άδικη σπατάλη του ταλέντου της (Ploritis)
- ⑤ injurious, harmful:
- άδικη ώρα να σ' εύρη! (curse)
[fr MG άδικος ← K, AG ἄδικος, cpd w. δίκη]
- ① doing sth against justice or the law, unjust, unfair, unrighteous, iniquitous:
[Λεξικό Κριαρά]
- αδικοσκοτωμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που σκοτώθηκε άδικα:
- του φονεμένου … αδικοσκοτωμένου (Λίμπον. 440).
[<επίρρ. άδικα + μτχ. παρκ. του σκοτώνω. H λ. και σήμ.]
- Που σκοτώθηκε άδικα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδικοσκοτωμένος -η -ο [aδikoskotoménos] Ε3 : που έχει σκοτωθεί άδι κα: ~ από μια αδέσποτη σφαίρα των τρομοκρατών.
[αδικο- + σκοτωμένος μππ. του σκοτώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικοσκοτωμένος1 [a∂ikoskotoménos] ο,
- unjustly, undeservedly killed (το ιερό πνεύμα) θα πρέπη να στέλνη κάθε νύχτα τις ψυχές των αδικοσκοτωμένων στους ύπνους μας να μας ζητάνε λογαριασμό (Terzakis).
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικοσκοτωμένος2, -η, -ο [a∂ikoskotoménos]
- unjustly, undeservedly killed (syn in αδικοθάνατος):
- αδικοσκοτωμένο θύμα, αδικοσκοτωμένο παιδί |
- να πας ~! (curse) |
- πες του με τι λόγια πρέπει να παραστένη βρέφη, παρθένες, γέροντες αδικοσκοτωμένους εξήντα χιλιάδες (Solom) |
- καθώς το 'καμε στα παλληκάρια τα έρημα, τ' αδικοσκοτωμένα, έτσι και να το πάθη (Vlachogiannis) |
- το νανούρισμα... συνόδευσε τον αδικοσκοτωμένο ποιητή της "Λύρας" στην τελευταία του κατοικία (Papantoniou) |
- θεατρική παραγωγή του αδικοσκοτωμένου πάνω στην ακμή της νιότης του Γκαρθία Λόρκα (Papatsonis) |
- είχε έν' αδερφό μεγαλύτερο αδικοσκοτωμένο, μιαν αδερφή, αδικοσκοτωμένη κ' εκείνη (Panagiotop) |
- πώς θα εξαγνιστούν τα μαρτύρια... των αδικοσκοτωμένων; (ELambridi) |
- poem έλαχε να δώση και σε σας ο Xάρος | τη φούχτα του γεμάτη | μέσ' απ' τα πηγάδια | τις κραυγές τραβάτε | αδικοσκοτωμένων (Elytis)
[fr late MG αδικοσκοτωμένος, cpd of άδικα σκοτωμένος]
- unjustly, undeservedly killed (syn in αδικοθάνατος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικοσκοτωμός [a∂ikoskotomós] ο,
- unjust, unjustified killing (syn άδικος or αδικαιολόγητος φόνος):
- ο ~ του παιδιού |
- είχε χαρή για τον πιθανόν αδικοσκοτωμό τους; (Theotokas)
[cpd of άδικος σκοτωμός]
- unjust, unjustified killing (syn άδικος or αδικαιολόγητος φόνος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικοσκοτώνω [a∂ikoskotóno] aor αδικοσκότωσα, aor pass αδικοσκοτώθηκα,
- kill for no reason, unjustifiably:
- ένα λεβέντη γιο, που αδικοσκοτώθηκε μεταλλωρύχος (PGlezos) |
- folks. για να το μάθη ο βασιλιάς, να το γροικήση η χώρα, | πως μ' αδικοσκοτώσατε για 'να ζευγάρι ρόδα! (Rhodes) |
- poem ο Kάης αδικοσκότωσε τον άκακο τον Άβελ (Palam)
- ⓐ fig misuse:
- πόσες ωραίες λέξεις και σημαντικές αδικοσκοτώθηκαν έτσι στον τόπο μας από τέτοιους ανθρώπους (Tsatsos)
[cpd of άδικα σκοτώνω]
- kill for no reason, unjustifiably: