Παράλληλη αναζήτηση
43 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άδικο το [áδiko] Ο42 : πράξη αντίθετη προς το δίκαιο από ηθική άποψη· αδικία2: Kοινωνία στην οποία κυριαρχεί το ~. Είδε ο Θεός το ~ και το τιμώρησε. Έχεις ~ να / που επιμένεις. || (έκφρ.) ρίχνω / δίνω ~ σε κπ. έχω ~;, κάνω λάθος;
[μσν. άδικο(ν) ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. άδικος]
[Λεξικό Κριαρά]
- άδικο το· αδικό· άδικον.
-
- 1)
- α) Aδικία (ως αφηρημένη έννοια):
- Γροίκα να πω το δίκιο μου, τ’ άδικο δε γυρεύγω (Zήν. A´ 282)·
- β) αδικία (ως ενέργεια):
- μέγαν άδικον την σήμερον ειργάσω (Bέλθ. 94)·
- γ) αδίκημα (ως παράνομη πράξη):
- (Aσσίζ. 17012)·
- δ) το αντικείμενο που αποκτάται με αδικία:
- αν δε γυρίσουσι τ’ άδικα, τα παρμένα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 21620).
- α) Aδικία (ως αφηρημένη έννοια):
- 2)
- α) Zημία, βλάβη:
- (Φαλιέρ., Iστ. 758)·
- να κάμεις έτοιο βλάψιμο κι άδικο του κορμιού σου (Eρωτόκρ. Γ´ 1304)·
- β) δυστυχία, συμφορά:
- άδικο που μας ηύρηκε (Eβρ. ελεγ. 160).
- α) Zημία, βλάβη:
- Φρ.
- 1) Δίδω άδικον, βλ. δίδω Á8β.
- 2) Έχω άδικον = δεν έχω δίκιο:
- (Φαλιέρ., Iστ. 477).
[ουδ. του επιθ. άδικος ως ουσ. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδικο [á∂iko] το,
- ① unfairness, injustice, wrongfulness (syn αδικία 1, ant δίκαιο):
- ο Θεός να σε φυλάη από τ' ~! (wish) |
- στη θέση και στη διάκριση αγαθού και κακού, δικαίου και άδικου μια ήταν η παντοδύναμη εξουσία |
- η ρητορική τέχνη (Papanoutsos) |
- να πάη κι αυτός από τ' ~ (Vlachogiannis) |
- folks. δεν είναι κρίμα κι ~ |
- το κρίμα να 'χ' η μάνα μου και τ' ~ οι γειτόνοι, | λέγε το πουλί κι αηδόνι (DPetrop)
- ② wrongful act, wrong (syn in αδικία 2):
- είδε ο Θεός το ~ και το τιμώρησε |
- το ~ δεν (L το άδικον ουκ) ευλογείται cheats never prosper |
- κάνω ~ commit an injustice, do sth wrong (to s.o.) |
- έκαμες μεγάλο ~ να τους πάρης το χτήμα |
- να σε βρη το ~ που κάνεις! (curse) |
- τ' ~ που μου γίνηκε το ξεθυμαίνει ο καιρός σε τούτη τη ζωή (Prevelakis) |
- δέρνει τη γυναίκα του... θα τονε πιάση τ' ~ (Myriv) |
- idiom phr του δίνω ~ I decide against him, I censure, condemn him |
- μόνο στον εαυτό του σαν άρχοντας έδινεν ~ (Papantoniou) |
- του ρίχνω τ' ~ I charge him w. committing injustice, I find him to be in the wrong |
- γιατί μου ρίχνετε όλα τ' άδικα; (Nirvanas)
- ③ wrong or unreasonable attitude, view, or opinion (syn λάθος, σφάλμα):
- idiom phr έχω ~ be in the wrong, err (syn έχω or κάνω λάθος) |
- έχεις ~ που επιμένεις |
- οι απόντες έχουν πάντοτε ~ the absent are always wrong |
- έχεις ~ να πιστεύης τέτοια πράγματα |
- έχει δίκιο μαζί και ~ he is in part right and in part wrong |
- idiom phr δεν έχω ~ be right, have the correct opinion or view
- ④ false accusation, slander (syn αδικιά [in αδικία 3]):
- Θεέ μου, βγάλε με από τ' ~ God, protect me fr (the bad effects of) slander |
- κι όλα τ' άδικα θα πάνε στον πασά και θα με κράξη και θα ζητήση απολογιά (Vlachogiannis)
[fr MG άδικο, άδικον, substantiv. n of άδικος]
- ① unfairness, injustice, wrongfulness (syn αδικία 1, ant δίκαιο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδικο- [aδiko] : το επίθ. άδικος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1α. είναι ή γίνεται αντίθετα με το δίκαιο: ~μάζωμα· ~μαζώνω, ~πλουτίζω. β. (συχνά λόγ., επιστ.): ~κρισία, ~πραγία, ~πραξία, ~χρήματος. 2. είναι μάταιο, χωρίς λόγο: ~πεθαμός, ~σκοτωμός· γίνεται μάταια, άσχημα: ~γερνώ, ~πεθαίνω· ~παντρεύομαι, κακοπαντρεύομαι· ~σκοτωμένος.
[1α, 2: μσν. αδικο- θ. του αρχ. επιθ. ἄδικ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αδικο-δολοπλόκος· 1β: λόγ. < ελνστ. ἀδικο- θ. του αρχ. επιθ. ἄδικο(ς): ελνστ. ἀδικο-πραγῶ `διαπράττω αδικία΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικοβάλλω [a∂ikoválo] (& region. αδικοβάνω)
- ① accuse falsely, calumniate, slander (syn διαβάλλω, δυσφημώ, συκοφαντώ):
- folkt η μητρυιά της την αδικόβαλε πως έφαγε ένα καρβέλι (NPolitis) |
- αδικοβάλαμε την καημένη τη δούλα (Xenop) |
- η χανούμη το αδικοβάνει (sc το παλληκάρι) στον αγά, πως τάχα γύρευε να τη σύρη στο πονηρό (Prevelakis) |
- poem και δεν είναι αληθινό | πως μας είχε αδικοβάλει | με βρισιές και με θυμό (Solom) |
- ομπρός στην άγρια μητρυιά, που 'χε αδικοβάλει, | σαν από κλάψες έχυσε του κάκου ένα ποτάμι (Markoras)
- ② suspect unjustifiably (syn υποπτεύομαι άδικα):
- κ' εγώ αδικόβαζα τον καημένο μου το Mενέλαο (Xenop).
- ① accuse falsely, calumniate, slander (syn διαβάλλω, δυσφημώ, συκοφαντώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικόβγαλμα [a∂ikóvγalma] το, region.
- unjust accusation, calumny, slander (syn διαβολή, δυσφήμιση, συκοφαντία)
[der of αδικοβγάνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικοβγάλτης [a∂ikovγáltis] ο, region.
- calumniator, slanderer (syn συκοφάντης)
[der of αδικοβγάνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικοβγάνω [a∂ikovγáno] aor αδικόβγαλα, ppp αδικοβγαλμένος, region.
- slander, calumniate (syn διαβάλλω, δυσφημίζω, συκοφαντώ):
- με αδικοβγάνουν |
- τον αδικοβγάλανε πως σκότωσε τον ξένο |
- γενναία πρόβαλε, για να υπερασπισθή τ' αδικοβγαλμένα του παιδιά (Palam)
[cpd of άδικα & βγάνω]
- slander, calumniate (syn διαβάλλω, δυσφημίζω, συκοφαντώ):
[Λεξικό Κριαρά]
- αδικοδολοπλόκος, επίθ.
-
- Που δημιουργεί δολοπλοκίες:
- Mηχανεμένε, εφευρετά, αδικοδολοπλόκε (Φλώρ. 733).
[<επίθ. άδικος + δολοπλόκος]
- Που δημιουργεί δολοπλοκίες:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικοθανατίζω [a∂ikoθanatízo] (& region. αδικοθανατώ) aor αδικοθανάτισα, ppp αδικοθανατισμένος
- ① intr suffer cruel, violent, untimely death (syn πεθαίνω άδικα, με βρίσκει άδικος θάνατος):
- folks. θα πάρω δίπλα τα βουνά ν' αδικοθανατίσω (NPolitis) |
- ανίσως και σ' απαρνηθώ, ν' αδικοθανατίσω (Passow)
- ② trans inflict an unjust, cruel death on s.o.:
- folks. να βγη ακουσμός εις τα χωριά, διαλαλημός στη χώρα, | πως μ' αδικοθανάτισαν για 'να ζευγάρι ρόδα (Crete; DPetrop)
[der of αδικοθανατισμένος]
- ① intr suffer cruel, violent, untimely death (syn πεθαίνω άδικα, με βρίσκει άδικος θάνατος):