Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άδικα, επίρρ.
-
- 1) Παρά το δίκιο, χωρίς δίκιο:
- όσα περισυνάξασιν άδικα, να τα στρέψουν (Πένθ. θαν. 407).
- 2)
- α) Xωρίς να το αξίζει κανείς:
- (Δεφ., Λόγ. 469)·
- β) χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ανάξια:
- μη βάνεις λογισμούς κακούς, κι άδικα ν’ αποθάνεις (Eρωτόκρ. Γ´ 1678· Pοδολ. Δ´ 470)·
- γ) μάταια:
- (Aιτωλ., Mύθ. 756).
- α) Xωρίς να το αξίζει κανείς:
[<επίθ. άδικος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Παρά το δίκιο, χωρίς δίκιο:
[Λεξικό Κριαρά]
- αδικά η,
- βλ. αδικία.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδικα [á∂ika] adv
- ① against justice, unjustly (syn αδίκως 1a, ant δίκαια):
- κατηγορήθηκε or βασανίστηκε or τιμωρήθηκε ~ |
- τον φυλάκισαν or τον κρέμασαν ~ |
- τον έδειρες ~ το γιο σου |
- ~ τον έδιωξε ο αφεντικός του |
- ο κριτικός βλέπει σωστά αλλά κρίνει ~ (Dimaras) |
- το Kράτος αποζημιώνει εκείνους που προφυλακίστηκαν ή καταδικάστηκαν ~ (Christidis) |
- poem όσοι είν' ~ σφαγμένοι από τούρκικην οργή (Solom) |
- οι νεκροί, οι ~ νεκροί όλοι του κόσμου (ChKoulouris) |
- | idiom phr ~ των αδίκων most unjustly |
- τιμωρήθηκε ο Kυριάκος με πέντε μέρες κράτηση ~ των αδίκων (Theotokas) |
- poem ~ των αδίκων πάνε | τα λόγια, η γκρίνια κ' οι θυμοί (Skipis)
- ⓐ without reason or justification, undeservedly, unfairly (syn αδικαιολόγητα, αναιτιολόγητα, ανάξια, ant δικαιολογημένα):
- ~ αμφισβητήθηκε η γνησιότητα του εγγράφου |
- ~ με φορτώνεσαι you bother me without reason |
- ~ τα βάζεις με τους ξένους |
- ~ πέθανε or πήγε ~ |
- πληρώνει ~ αμαρτίες του πατέρα του |
- ~ θεώρησαν κοινωνιολόγο ένα τόσο αυθύπαρκτο καλλιτέχνη (Papantoniou) |
- τον βάφτισε, όχι άστοχα ούτε ~, πρόγονο της σύγχρονής του γενιάς (Melas) |
- είπαν τον εξπρεσιονισμό ανάστροφον εμπρεσιονισμό, ίσως όχι ~ (Papanoutsos) |
- poem η πολιτεία ολόκληρη κλαίει για τον Aριστόβουλο | που έτσι ~, τυχαίως πνίχθηκε | παίζοντας με τους φίλους του μέσ' το νερό (Kavafis)
- ② without avail, uselessly, in vain, for nothing (syn ανώφελα, άσκοπα, του κάκου, μάταια):
- ~ μιλάς |
- τι τσαμπουνάς ~ τόσην ώρα; |
- ήρθα ~ |
- μην περιμένης ~ |
- ~ πιστεύει πως θα γυρίσω |
- επιμένεις ~ |
- πολεμήσαμε ~ |
- ~ προσπάθησε να τον κρατήση μαζί της |
- ~ κουράζεσαι κι αγκομαχάς |
- μην κάνης ~ τον κόπο |
- ~ πήγε τόσος κόπος |
- πήγαιναν ~ οι κόποι τους |
- ~ χάνεις τον καιρό σου |
- μη χάνης τα λόγια σου ~ |
- prov τον αράπη κι αν λευκάνης | ~ τον κόπο χάνεις |
- idiom phr ~ των αδίκων for nothing at all |
- πήγαν και σκοτώθηκαν σε ξένα μέρη ~ των αδίκων (Theotokas) |
- ~ παιδεύτηκα όλη την ημέρα και τη νύχτα... για να βρω λύση (Mitropoulou) |
- poem ~ χτυπάς, οι ένοικοι είναι μέσα κ' έχουν για σένα φύγει (Pavleas) |
- πιο πέρα σκελετοί από κιόσκια κάμφτηκαν να σηκώνουν ~ τα καλοκαίρια (Decavallles)
[fr late MG άδικα, der of άδικος]
- ① against justice, unjustly (syn αδίκως 1a, ant δίκαια):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικαιολόγητα [a∂iceοlóyita] adv
- inexcusably, unjustifiably, unduly, indefensibly, for no reason (at all), gratuitously, unwarrantably (syn αναίτια, χωρίς αιτία or λόγο, ant δικαιολογημένα):
- όχι ~ justifiably |
- όχι εντελώς ~ not altogether unjustifiably |
- άργησε ~ |
- ελπίζει επίμονα και ~ |
- ~ φοβισμένος |
- ένας ~ λησμονημένος εκπρόσωπος του ελληνικού διαφωτισμού |
- προσωπικά, άσχετα αν δικαιολογημένα ή ~, έχω πολύ μεγάλη αντιπάθεια για τη... μυθιστορηματοποίηση των βίων των διάσημων... προσώπων (Papatsonis) |
- είτε δικαιολογημένα είτε ~ η ανάγνωση των στίχων αυτών... προκαλεί συνειρμό με το ποίημα του Kαβάφη (Dimaras) |
- τον θεωρούσαν σαν έναν παρείσακτο, που πήρε ~ θέση μέσα στη ζωή τους (Chatzinis)
[der of αδικαιολόγητος]
- inexcusably, unjustifiably, unduly, indefensibly, for no reason (at all), gratuitously, unwarrantably (syn αναίτια, χωρίς αιτία or λόγο, ant δικαιολογημένα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδικαιολόγητος -η -ο [aδikeolójitos] Ε5 : 1.για κτ. το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, για το οποίο δεν υπάρχει καμία δικαιολογία, καμία λογική εξήγηση: ~ φόβος. Aδικαιολόγητη ερώτηση / αισιοδοξία / υποψία / απουσία. || Aδικαιολόγητη συμπεριφορά / ενέργεια / πράξη / παράλειψη. Aδικαιολόγητο λάθος / ψέμα, πολύ μεγάλο, ασυγχώρητο. Έδειξε αδικαιολόγητη βιασύνη / άγνοια, πολύ μεγάλη. 2. για κπ. τον οποίο δεν μπορώ να τον δικαιολογήσω, για τη συμπεριφορά του οποίου δεν μπορώ να δείξω επιείκεια και ανοχή: Ό,τι και αν πεις είσαι ~.
αδικαιολόγητα & (λόγ.) αδικαιολογήτως ΕΠIΡΡ: Kαθυστέρησα ~. || (έκφρ., στρατ.) αδικαιολογήτως απών, για στρατιωτικό που απουσιάζει χωρίς λόγο από την υπηρεσία του. [λόγ. α- 1 δικαιολογη- (δικαιολογώ) -τος μτφρδ. γαλλ. injustifié· λόγ. αδικαιολόγητ(ος) -ως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικαιολόγητος, -η, -ο [a∂iceolóyitos]
- undue, uncalled for, inexcusable or inexcused, unjustifiable or unjustified, unwarrantable or unwarranted (syn ασυγχώρητος, ant δικαιολογημένος):
- αδικαιολόγητη ενέργεια or πράξη uncalled for, unwarrantable or unwarranted action |
- αδικαιολόγητη συμπεριφορά indefensible behavior |
- αδικαιολόγητη αισιοδοξία undue optimism |
- αδικαιολόγητη παράλειψη, αδικαιολόγητη άγνοια, αδικαιολόγητη ερώτηση, αδικαιολόγητη ζηλοτυπία |
- αδικαιολόγητο ψεύδος gratuitous lie |
- ~ πλουτισμός |
- αδικαιολόγητη απόλυση υπαλλήλου wrongful dismissal of an employee |
- αδικαιολόγητη ανευλάβεια wanton disrespect |
- αδικαιολόγητη προσβολή wanton or gratuitous insult |
- αδικαιολόγητη άρνηση θεωρήσεως (σε διαβατήριο) uncalled for denial of a visa |
- αδικαιολόγητη αμοιβή unearned emoluments |
- αδικαιολόγητη αγριότητα wanton savagery |
- αδικαιολόγητη σκληρότητα wanton cruelty |
- αδικαιολόγητη καταστροφή wanton destruction |
- ~ φόνος wanton killing |
- αδικαιολόγητη ανάμειξη σε μια υπόθεση unwarranted intervention in an affair |
- αδικαιολόγητη επίδειξη δυνάμεως unwarranted display of force |
- αδικαιολόγητες υποψίες unfounded suspicions |
- αδικαιολόγητοι φόβοι unfounded fears; false alarm |
- έφυγα με την εντύπωση ότι μου είχε παίξει άσχημο κι αδικαιολόγητο παιχνίδι (Melas) |
- ο θόρυβος που γινότανε στην Eυρώπη γύρω απ' αυτό το έργο δεν ήταν ~ (id.) |
- το σημερινό μας τονικό σύστημα είναι αδικαιολόγητο βάρος και αστείος αναχρονισμός ανάξιος μιας Eλλάδας συγχρονισμένης (Geros) |
- (ο συγγραφέας) δεν κρύβει και τις μεγάλες αδυναμίες τους (sc των Eλλήνων του ε΄ αιώνος), τις δικαιολογημένες και τις αδικαιολόγητες (Charis)
[cpd w. *δικαιολογητός (gloss. δικαιολόγητον allegandum), verbal adj of δικαιολογῶ (K), -γοῦμαι (AG)]
- undue, uncalled for, inexcusable or inexcused, unjustifiable or unjustified, unwarrantable or unwarranted (syn ασυγχώρητος, ant δικαιολογημένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικαίωτα [a∂icéota] adv
- without justification or vindication.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικαίωτο [a∂icéoto] το,
- lack of justification:
- (δεν πιστεύει) σε κτ πέρα από το συμπτωματικό, που καταθλίβει με το άγχος του αδικαίωτου και του εφήμερου (Terzakis) |
- το ότι θεωρήσαμε μειονέκτημα το ~ των παθών του είναι μια αδικαίωτη μαρτυρία ότι στην τέχνη... δεν παραδεχόμαστε τον παραλογισμό που κυριαρχεί στον εξωτερικό κόσμο (Thrylos).
- lack of justification:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδικαίωτος -η -ο [aδikéotos] Ε5 : 1.που δεν έχει δικαιωθεί, που δεν είναι δικαιωμένος, του οποίου δεν έχει αναγνωριστεί το δίκαιο, η αξία κτλ.: Mένει ακόμα ~ ο αγώνας των Kυπρίων. ~ καλλιτέχνης, που δεν αναγνωρίστηκε. || (νομ.): Kατέφυγε στα δικαστήρια, όπου δεν έμεινε ~, βρήκε το δίκιο του. 2. για κτ. του οποίου δε δικαιολογείται η ύπαρξη, η πραγματοποίηση: Ο γάμος μένει ~ χωρίς τεκνοποιία.
αδικαίωτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 δικαιω- (δες δικαιώνω) -τος μτφρδ. γαλλ. injustifiable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικαίωτος, -η, -ο [a∂icéotos]
- unjustified, not indemnified, unvindicated (ant δικαιωμένος):
- πέθανε ~ |
- ο γάμος δεν απομένει ~ χωρίς τεκνοποιία |
- ο θάνατος μοιάζει ν' αφίνη τη ζωή αδικαίωτη |
- ο Kαραϊσκάκης μένει ακόμη ~ και ξεχασμένος (Melas) |
- το παρατσούκλι "ο Πρωτοσύγκελλος" έμεινε αδικαίωτο χωρίς τα γένεια (Theotokas) |
- διαφορετικά αδικαίωτοι έχουν απομείνει αυτοί που έπεσαν, προδομένοι (Terzakis) |
- έχει μένει... ~ ο απελευθερωτικός αγώνας της Kύπρου (id.) |
- έχει πεθάνει η ανεύθυνη και αδικαίωτη ωραιολογία (Panagiotop) |
- προσπαθεί να μας εντυπωσιάση με περιττές και αδικαίωτες ωραιολογίες (Sachinis) |
- το αδικαίωτο μέσα στη λογοκοπία των ρομαντικών μας Eικοσιένα βρήκε τη λαϊκότερη μορφή του... στο έργο του Mαλακάση (Valetas) |
- ξεστράτισε κάποτε και σ' ενθουσιασμούς άκαιρους και αδικαίωτους τελικά (Chourmouzios)
[cpd w. *δικαιωτός: δικαιώνω, δικαιώ]
- unjustified, not indemnified, unvindicated (ant δικαιωμένος):