Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άδηλος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άδηλος, επίθ.
  • 1)
    • α) Άγνωστος· εξωτικός:
      • επουλήθην εις ξένους τόπους άδηλους (Φλώρ. 1124
    • β) αβέβαιος, αμφίβολος:
      • Eι δ’ ου τραπείς …, άδηλον έχεις το καλόν (Kαλλίμ. 258).
  • 2) Aνυπόστατος, μάταιος:
    • O πελελός στα σκοτεινά άδηλα αναθυμάται (Σαχλ. N 81).

[αρχ. επίθ. άδηλος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άδηλος -η -ο [áδilos] Ε5 : για κτ. που δεν είναι φανερό. 1. (λόγ.) που είναι αβέβαιο και απρόβλεπτο: Tο μέλλον είναι άδηλο. Είναι άδηλη η έκβαση του αγώνα. || Είναι άδηλο πού θα καταλήξει αυτή η υπόθεση. Είναι άδηλο πότε θα έρθει. (λόγ. έκφρ.) άδηλον και κρύφιον, για κτ. που δε γνωρίζουμε ούτε μπορούμε να το υποθέσουμε: Είναι άδηλον και κρύφιον, πού τα βρίσκει τα λεφτά. 2α. (οικον.) Άδηλοι πόροι*. β. (φυσιολ.) Άδηλη αναπνοή*.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄδηλος· 2α: σημδ. αγγλ. invisible· 2β: σημδ. γαλλ. insensible]

[Λεξικό Γεωργακά]
άδηλος, -η, -ο [á∂ilos]
  • unclear, unrevealed, latent, uncertain:
    • άδηλα έργα |
    • ~ τόπος |
    • άδηλο το αύριο |
    • το μέλλον είναι άδηλο για όλους μας |
    • η έκβαση είναι άδηλη |
    • άδηλες δαπάνες, εξαγωγές invisible expenditures, exports |
    • άδηλο εισόδημα invisible income |
    • account. άδηλοι πόροι invisible revenue (resources) |
    • med ~ αναπνοή transpiration (syn διαπνοή) |
    • ~ διαπνοή insensible perspiration |
    • τα άδηλα πεπρωμένα, άδηλα μελλούμενα |
    • άδηλα και κρύφια (L fr LXX) things unknown and mysterious |
    • idiom phr (είναι) άδηλο, e.g. είναι άδηλο τι θα γίνη it is uncertain what will happen, άδηλο αν θα 'ρθουν, είναι άδηλο πού θα καταλήξη η υπόθεση |
    • και ο δρόμος απλώνεται ακόμα σε μάκρος πολύ και το τέρμα του άδηλο (Palam) |
    • οι άδηλοι Έλληνες στιχουργοί (των έμμετρων μυθιστορημάτων) αφομοίωσαν δουλεύοντας υλικό δυτικό και ελληνικό (Dimaras) |
    • με τους μυστικούς (αγάπησα) την άδηλη αλήθεια (Kanellop) |
    • poem το διάκι ποιος στον άδηλον αγώνα θα βαστάξη (Sikel)

[fr MG άδηλος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες