Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άδετος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άδετος -η -ο [áδetos] Ε5 : ANT δεμένος. 1α. που δεν τον έχουν δέσει, που είναι ελεύθερος: Άφησε το σκύλο άδετο. β. για κτ. που δεν το έχουν περιδέσει: H πληγή έμεινε άδετη και μολύνθηκε. Tο δέμα είναι άδετο. γ. που δεν είναι βιβλιοδετημένος. δ. για πολύτιμο λίθο που δεν τον έδεσαν σε κόσμημα. 2α. για γονιμοποιημένο άνθος που δεν έγινε καρπός: Tα μήλα είναι ακόμα άδετα. || Οι αμυγδαλιές είναι άδετες. β. για τροφή που δεν έπηξε όσο έπρεπε: H μαρμελάδα / η σάλτσα είναι άδετη. άδετα ΕΠIΡΡ.

[αρχ. ἄδετος (1γ: λόγ. σημδ. γερμ. ungebunden)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άδετος, -η, -ο [á∂etos]
  • ① unbound, untied (syn λυμένος, λυτός, ant άλυτος):
    • ~ σκύλος |
    • με τη μεταρρύθμιση που 'γινε (από το Φώτο Πολίτη) διασπάστηκε τ' οπτικό πεδίο και οι θεατρικές εικόνες φάνηκαν σαν σκόρπιες κι άδετες (Melas)
  • ⓐ bind. unbound:
    • άδετο βιβλίο
  • ⓑ of precious stone, not attached to an ornament, unset:
    • διαμάντι άδετο
  • ② of liquids and espec sweets, not thickened, not set:
    • το γλυκό είναι άδετο |
    • η σούπα είναι άδετη the soup is still too thin
  • ③ of tree and fruit, undeveloped:
    • οι άδετες οι μυγδαλιές και των μηλιών τα δάσα (Sikel) |
    • πώς ευωδάν τα κλήματα κι ο ~ καρπός Σου (id.)

[fr K ἄδετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες