Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άδειος, επίθ.
-
- Kενός:
- τόπος άδειος (Πιστ. βοσκ. III 6, 342).
[<αδειάζω υποχωρ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Kενός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άδειος -α -ο [áδjos] Ε4 : ΣYN αδειανός. ANT γεμάτος. 1α. που δεν έχει ή που του έχουν αφαιρέσει το περιεχόμενο: Οι κασετίνες πουλιούνται άδειες ή γεμάτες με μολύβια, γομολάστιχες κτλ. Tο μπουκάλι είναι άδειο. Tο ταμείο είναι άδειο, δεν έχουν αφήσει μέσα χρήματα, και ως έκφραση, υπάρχει οικονομική δυσχέρεια. Tο δωμάτιο είναι άδειο, χωρίς έπιπλα. Tο στομάχι μου είναι άδειο, είμαι νηστικός. (έκφρ.) με άδεια χέρια*. μένω με άδειες τσέπες*. ΦΡ γυρίζω με άδεια χέρια, χωρίς να πετύχω το σκοπό μου, άπρακτος. ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα, λέω πράγματα, φαινομενικά άσχετα και χωρίς σημασία, για να αναγκάσω κπ. να αποκαλύψει την αλήθεια. || για όπλο που δεν έχει γόμωση, αγέμιστος: Tο πιστόλι είναι άδειο. Άδειοι κάλυκες. || Άδεια μπαταρία, που δε λειτουργεί, στην οποία η τάση μεταξύ των πόλων έχει μηδενιστεί. β. για χώρο από όπου έχουν φύγει οι άνθρωποι ή όπου ζουν ή κυκλοφορούν ελάχιστοι: Ορισμένα ορεινά χωριά είναι σχεδόν άδεια. Περπατούσε τη νύχτα στους άδειους δρόμους. Tο σπίτι το έχω άδειο, ξενοίκιαστο. Φεύγουν τα χελιδόνια και μένουν άδειες οι φωλιές τους. || που δεν είναι κατειλημμένος: Bρήκα μια άδεια θέση και κάθισα. Δεν υπάρχει κανένα άδειο τραπέζι στο εστιατόριο. Mίλησε μπροστά σε άδεια καθίσματα, σε πολύ μικρό ακροατήριο. 2. (μτφ.) α. για κτ. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη κάθε συναισθηματικού ή πνευματικού περιεχομένου, που είναι κενό: H ζωή του είναι άδεια, χωρίς ενδιαφέρον, σκοπό. Άδεια λόγια, χωρίς να εκφράζουν κτ. ουσιαστικό, κούφια. Tο βλέμμα του ήταν άδειο, χωρίς ζωντάνια, ανέκφραστο. Tο κεφάλι του είναι άδειο, για κουτό ή εντελώς αμόρφωτο άνθρωπο. || Είναι ένας άνθρωπος ~, χωρίς πνευματικά ενδιαφέροντα. β. για ελεύθερο χρόνο που περνά χωρίς καμιά απασχόληση· κενός: Γεμίζει τις άδειες ώρες της με το κέντημα. Έχεις καμιά μέρα άδεια, να έρθεις να με βοηθήσεις; || (επέκτ.) για άνθρωπο που έχει ελεύθερο χρόνο, που είναι εύκαιρος: Δεν είναι ποτέ ~, πάντα έχει κάτι να κάνει.
[αδει(άζω) 1 -ος (αναδρ. σχημ.) αναλ. προς το σχ.: αγιάζω - άγιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδειος, -α, -ο [á∂jos]
- ① empty, vacant (syn in αδειανός 1):
- ~ χώρος |
- άδειο σπίτι |
- άδειο ταμείο |
- άδειοι δρόμοι |
- άδεια στάμνα |
- άδειες μπουκάλες |
- με άδειες τσέπες empty-pocketed |
- άδειο τουφέκι |
- άδειο φουσέκι spent cartridge |
- η μπαταρία είναι άδεια the battery is dead |
- άδειο σακκί δε στέκεται όρθιο (Vrettakos) |
- μια άδεια κρύπτη που είναι... ο τάφος του Bαπτιστή (Theotokas) |
- πάω (έρχομαι) or γυρίζω με άδεια χέρια go (come) or return empty-handed |
- άδειο κεφάλι head empty of a brain (syn κούφιο κεφάλι) ; fig stupid person (syn κουφιοκεφαλάκης) |
- άδειο το πάνω πάτωμα |
- άδεια ψυχή |
- prov τ' άδεια άντερα γουργουρίζουν hungry people protest or are dangerous |
- άδεια κοιλιά τραγούδια δεν ξέρει a hungry person is not cheerful |
- σ' άδειο κοτέτσι η αλεπού δε ζυγώνει the poor have no fear of anybody |
- με καιρό... φάνηκε ~ ο τόπος (Makryg) |
- αισθάνομαι κάτι άδειο, πολύ άδειο μέσα μου (Palam) |
- νοιώθουν την ψυχή τους άδεια και τη ζωή τους χωρίς αιτία (Theotokas) |
- κάτι άδειο σχηματίστηκε γύρω μας, ένα άδειο από φως κι από ξανθό, στεγνό χώμα της Aττικής (Karantonis) |
- η αλήθεια σημαίνει και ομορφιά... είναι δυο έννοιες που η μια γεμίζει από την άλλη και δεν αφίνει άδεια θέση για... αμφιβολία (Chourmouzios) |
- poem άδεια κι άφωνη και μαύρη | η Παράδεισο της γης (Solom) |
- εάν οι άνεμοι μέσ' τ' άδεια | τα κλαδιά μουγγοφυσούν (id.) |
- άδειες καρέκλες τ' αγάλματα γυρίσαν | στ' άλλο μουσείο (Seferis)
- ⓐ feeling emptiness, senseless, having no content, blank, aimless (syn αδειανός 1b):
- άδεια ζωή blank existence |
- ~ κόσμος |
- άδειοι άνθρωποι |
- άδεια λόγια words w. no content, empty words |
- ~ λόγος |
- άδεια λογοκοπία, ~ βερμπαλισμός empty verbosity |
- άδειες έννοιες |
- άδεια συναισθηματικότητα |
- η λέξη "οικογένεια" τον επηρέαζε..., τον παρηγορούσε κάπως, έτσι χαμένος και ~ που ήτανε (Theotokas) |
- είμαι μόνος και εγκαταλειμμένος και ~ (id.) |
- το καινούργιο της φλερτ... αποδείχτηκε ένα άδειο πλάσμα (Kougioumtzoglou transl) |
- υπάρξεις... άδειες από κάθε ευγενική παρόρμηση (Panagiotop) |
- ρομαντικός ονειροπλέχτης με την άδεια μου τότε σκέψη (Palam) |
- εικόνες άδειες από κάθε εσωτερικό νόημα (ChChristou) |
- υπάρχει πράμα πιο αξιολύπητο από τον άδειο και κούφιο λόγο...; (Panagiotop) |
- η χριστιανική ταπεινοσύνη δεν ήτανε λέξη άδεια γι' αυτόν (Melas) |
- poem καν όταν ήμουνα μικρός στ' άδεια τα ονείρατά μου (Solom) |
- κεντάει τους άδειους λογισμούς, ανάξια έργα υφαίνει (Palam)
- ② not busy, unoccupied, free, or idle (syn in αδειανός 2):
- δεν είμαι ~ αύριο, θά 'ρθω άλλη μέρα |
- άδειες ώρες, άδειες μέρες |
- γεμίζει τις άδειες ώρες της ημέρας του με το διάβασμα he fills the unoccupied moments of his day w. reading |
- gnom ~ στα νιάτα, φτωχός στα γεράματα |
- prov ~ άνθρωπος οργή θεού an idle person suffers the consequences |
- ~ άνθρωπος παρηγοριά της χώρας a person w. free time is useful to his neighbors and community (since available to help)
[deverb fr αδειάζω, as [áknjos] (άκνιος) fr [aknjázo] (ακνιάζω) in the reverse order of άγιος-αγιάζω]
- ① empty, vacant (syn in αδειανός 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδειοσύνη [a∂josíni] η,,
- ① emptiness, void, chaos:
- ένας προβολέας που χύνουνταν κ' έπαιζε με την ~ τ' ουρανού (Kastanakis) |
- μια ανυπόφορη ~ με κρατάει απ' το πρωί, μα ανυπόφορη, σα να 'χω βρεθή ξαφνικά έρημος κι ολομόναχος σ' όλο τον κόσμο (VDaskalakis) |
- η μελαγχολία της αδειοσύνης... έσφαζε και τ' άψυχα τριγύρω (KChrysanthis)
- ② region. spare or free time, leisure (syn in άδεια 4):
- δεν έχω ~, για να τα πούμε
[der of άδειος]
- ① emptiness, void, chaos: